Επίσης το λένε sun lounge, sun porch, sun room.
Κι εγώ ψηφίζω λιακωτό (δαγκωτό).
ΛΚΝ:
λιακωτό το [<l>akotó] O38 : μεγάλη βεράντα, συνήθ. κλεισμένη με τζαμαρία, σε χωριάτικα και νησιώτικα σπίτια. [μσν. ηλιακ(όν) (< ήλι(ος) -ακόν, ουδ. του -ακός) -ωτό με αποβ. του αρχικού άτ. φων.]