Το Σηφαλιό σε κανονικά ελληνικά
1
Έβγαλε ρακή το καζάνι [stock pot]
όταν μ' έκαμε [had me] μια μάνα...
στα χωράφια γέννησέ με,
λέω το και το καυχιέμαι.
Έφτασα στην έχτη τάξη [δηλ. αγόρι δώδεκα ετών],
όταν ήμουνα δεκάξι...
δεν άντεχα δασκάλους,
ή νέους, ή και μεγάλους...
κι ήμουνα...