Φυσικά και υπάρχει. Εγώ αντέγραψα το Πρωίας, αλλά πάρε και ΠαπΛεξ:
φύσα
η / φῡσα, ΝΑ· 1. φυσητήρας, φυσερό για τη φωτιά· 2. τα αέρια τών εντέρων, η πορδή («φύσας τε καὶ κατάρρους νοσήμασιν ὀνόματα τίθεσθαι ἀναγκάζειν τοὺς κομψοὺς Ἀσκληπιάδας», Πλάτ.)· || (νεοελλ.) 1. (φυσιολ.) τα αέρια που...