ρυτίδα — η πτυχή, ζάρα, ζαρωματιά: Το πρόσωπό της ήταν γεμάτο ρυτίδες … (Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας)
πτυχή -
2. (μτφ.) το καθένα από τα στοιχεία που συγκροτούν συνολικά ένα γεγονός, φαινόμενο κτλ.: Εξετάζει προσεκτικά κάθε ~ της υπόθεσης / του προβλήματος. Δεν υπάρχει ~ της...