dividends = (μτφ.) όφελος, κέρδος
pays dividends = συμφέρει, αποδίδει οφέλη
(dividends) a benefit from an action or policy: buying a rail pass may still pay dividends.
http://oxforddictionaries.com/definition/english/dividend?q=dividend
Όχι:
Ωστόσο, με τη συγκεκριμένη προσφορά του προγράμματος "Early Bird", οι έγκαιρες κρατήσεις θα αποφέρουν μερίσματα,
http://www.tovima.gr/finance/article/?aid=485790
Γενικά η μετάφραση της δήλωσης δεν βγάζει νόημα. Τι θα πει "ορισμένες χώρες παραδοσιακά δεν προβαίνουν σε κρατήσεις έγκαιρα"; Πέρα από την τραβηγμένη χρήση του "παραδοσιακά", οι χώρες δεν προβαίνουν σε κρατήσεις εκτός κι αν πρόκειται για μεταφορές δημοσία δαπάνη. Η αρχική δήλωση:
"We know some countries have not traditionally been early booking markets, but under this ‘Early Bird’ offer, booking early will pay dividends and enable us to give unprecedented fares to our loyal customers".