...
Μετωνυμία (
Metonymy) είναι το σχήμα λόγου κατά το οποίο μια έννοια εκφράζεται με λέξη που δηλώνει άλλη έννοια, η οποία όμως έχει στενή σχέση με την πρώτη, π.χ. ο δημιουργός με το δημιούργημά του, το περιέχον με το περιεχόμενο, το αφηρημένο με το συγκεκριμένο· π.χ. “Όμηρος” αντί “ομηρικά ποιήματα”
[ΣτΖ: Το συγκεκριμένο παράδειγμα του ΛΚΝ κατά το ΛΝΕΓ συνιστά υπαλλαγή], “στέγη” αντί “σπίτι”
[ΣτΖ: Το συγκεκριμένο παράδειγμα του ΛΝΕΓ, επειδή η στέγη αποτελεί μέρος τού σπιτιού, συνιστά κατ' ουσίαν συνεκδοχή], “τάφος” αντί “θάνατος” κ.λπ.
Συνεκδοχή (
Synecdoche) είναι το σχήμα λόγου κατά το οποίο μια λέξη χρησιμοποιείται με τη στενότερη ή με την ευρύτερη σημασία της, δηλαδή:
(α) το ένα δηλώνει πολλά ομοειδή, π.χ. “ο γονιός θέλει ν' ακούει καλά λόγια για τα παιδιά του” αντί “οι γονείς”, “ο πολίτης αγανακτεί μ' αυτά που βλέπει” αντί “οι πολίτες”·
(β) το μέρος δηλώνει το σύνολο στο οποίο ανήκει, π.χ. “το τιμόνι θέλει ψυχραιμία” αντί “το αυτοκίνητο”
[ΣτΖ: Βέβαια στο συγκεκριμένο παράδειγμα του ΛΝΕΓ έχουμε και μετωνυμία, διότι η οδήγηση είναι εκείνη που θέλει ψυχραιμία, κι όχι το αντικείμενο που περιγράφει η λέξη αυτοκίνητο], “κάθε κλαδί και κλέφτης” αντί “κάθε δέντρο”, “κατά κεφαλήν εισόδημα” αντί “ανά άτομο”·
(γ) το όλον δηλώνει το μέρος, π.χ. “βάλ' το καλά στο κεφάλι σου” αντί “στο μυαλό σου”, “Αμερική” αντί “Η.Π.Α.”·
(δ) ένα αντικείμενο δηλώνει ένα άλλο με το οποίο έχει σχέση, π.χ. “ο ποδόγυρος” αντί “γυναίκα”, “ποτήρι” αντί “ποτό”
[ΣτΖ: Αυτός βέβαια είναι ο ορισμός της μετωνυμίας, και από ορισμένους —λ.χ. ΛΚΝ— δεν θεωρείται πως συνιστά συνεκδοχή, αλλά εδώ το ΛΝΕΓ έχει άλλη γνώμη]·
(ε) το όργανο δηλώνει την ενέργεια που πραγματοποιείται με αυτό, π.χ. “νυστέρι” αντί “εγχείρηση”, “μαχαίρι” αντί “φόνος”, “γερή πένα” αντί “συγγραφική ικανότητα”·
(στ) το όργανο δηλώνει τον χρήστη τού οργάνου, π.χ. “γερό ποτήρι” αντί “πότης”, “τα βιολιά τής ορχήστρας” αντί “οι βιολιστές”·
(ζ) η ύλη δηλώνει το αντικείμενο που έχει γίνει από αυτή, π.χ. “σιδερικό” αντί “όπλο”, “μολύβι” αντί “σφαίρα”·
(η) ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα ή μέλος μιας κατηγορίας δηλώνει ολόκληρη την κατηγορία (πρόκειται συνήθως για περιπτώσεις γενίκευσης εμπορικών ονομασιών προϊόντων), π.χ. “μπικ” αντί “στυλό διαρκείας”, “πυρέξ” αντί “πυρίμαχο σκεύος”·
(θ) ένα πρόσωπο που φέρει κάποια χαρακτηριστικά δηλώνει το επίθετο που τα αποδίδει, π.χ. “Ιούδας” αντί “προδότης”, “Αφροδίτη” αντί “πανέμορφη”
[ΣτΖ: Αυτή η περίπτωση κατά το ΛΝΕΓ συνιστά υπαλλαγή, κι όχι συνεκδοχή]·
(ι) μια συσκευασία δηλώνει το περιεχόμενό της, π.χ. “καπνίζω ένα πακέτο τη μέρα” αντί “είκοσι τσιγάρα”
[ΣτΖ: Άλλη μία περίπτωση στην οποία κατά το ΛΚΝ έχουμε μετωνυμία, κι όχι συνεκδοχή — ενώ κατά το ΛΝΕΓ συνιστά υπαλλαγή]·
(ια) εκείνο που παράγει δηλώνει εκείνο που παράγεται από αυτό, π.χ. “πρόκειται για Photoshop” αντί “ρετουσαρισμένη φωτογραφία”.
Όπως προανέφερα, ορισμένοι είναι απόλυτοι στο διαχωρισμό μεταξύ μετωνυμίας και συνεκδοχής, με κριτήριο το αν όντως η λέξη που χρησιμοποιείται για να δηλώσει μία άλλη έννοια χαρακτηρίζεται όντως από σχέση μέρους/όλου με την έννοια αυτή ή όχι. Σύμφωνα με αυτήν τη συγκεκριμένη θεώρηση, στην πρώτη περίπτωση πρόκειται για συνεκδοχή, ενώ στη δεύτερη για μετωνυμία.
Υπαλλαγή (
Hypallage), πέρα από το σχήμα λόγου που περιλαμβάνει μεταφορά συντακτικού ρόλου (π.χ. το σοφόκλειο “κοινὸν αὐτάδελφον Ἰσμήνης κάρα” αντί “κοινῆς αὐταδέλφου Ἰσμήνης κάρα”), ονομάζεται και το σχήμα λόγου κατά το οποίο χρησιμοποιείται:
(α) το όνομα του δημιουργού ενός έργου αντί για το έργο, π.χ. “διαβάζω Σολωμό” αντί “τα ποιήματα του Σολωμού”·
(β) το όνομα του εφευρέτη αντί για την εφεύρεση, π.χ. “μιλήσαμε στο Μαρκόνι” αντί “στον ασύρματο”
[ΣτΖ: Καθιερωμένο, κι ας μην είναι ο Μαρκόνι ο εφευρέτης της ασύρματης τηλεγραφίας]·
(γ) ενός προσώπου που φέρει κάποια χαρακτηριστικά αντί για το επίθετο που τα αποδίδει, π.χ. “τέτοια Αφροδίτη που είναι, πώς να μην τη θαυμάζουν” αντί “τόσο όμορφη
”·
(δ) αυτό που περιέχει κάτι αντί για το περιεχόμενο, π.χ. “όλη η χώρα πανηγύρισε τη νίκη” αντί “όλοι οι πολίτες”·
(ε) ένα αφηρημένο όνομα αντί για συγκεκριμένο, π.χ. “χάνονται τα νιάτα από τα ναρκωτικά” αντί “οι νέοι”·
(στ) ένα τοπωνύμιο αντί για το παραγόμενο επίθετο, π.χ. “ούζο Μυτιλήνης” αντί “μυτιληνιό”.
Να σημειωθεί ότι ΛΝΕΓ και ΛΚΝ δίνουν την υπαλλαγή και τη μετωνυμία ως λέξεις συνώνυμες μεταξύ τους.
...