Τα αμαρτήματα σε σχέση με το λόγο, έλεγαν οι αρχαίοι γραμματικοί, είναι τρία: ο
βαρβαρισμός (το γραμματικό σφάλμα), ο
σολοικισμός (το συντακτικό σφάλμα) και η
ακυρολογία, που σήμερα τη λέμε
ακυριολεξία, αν και το σωστό είναι
ακυρολεξία (ΛΚΝ:
1. εσφαλμένη ή άστοχη χρήση λέξης ή φράσης από σημασιολογική άποψη: Ένα κείμενο γεμάτο ασυνταξίες, ακυριολεξίες και ανορθογραφίες. 2. η χρήση λέξης ή φράσης με σημασία διαφορετική από την κύρια σημασία τους: Σχήματα λόγου κατά ακυριολεξία).
Για την ακυριολεξία γενικότερα (δεν έχει μεταφραστεί ο Σέρινταν να δούμε και κανένα «μαλαπροπισμό» στο διαδίκτυο;):
Θα έδινα σημασία στη σωστή ισορροπία (άρα ευστοχία) ανάμεσα στη
διαφάνεια (δηλ. να καταλάβει ο άλλος ότι πρόκειται για λάθος και σε σχέση με τι) και τη
φυσικότητα (δηλ. να καταλάβει ο αναγνώστης ότι είναι βέβαια βαλμένο στο στόμα του ήρωα από τον συγγραφέα, αλλά ταυτόχρονα βγαίνει με κάθε φυσικότητα από το στόμα του συγκεκριμένου ήρωα, δεν είναι βατράχι που ούτε αυτός δεν θα ξεστόμιζε).
Για τις εσκεμμένες ακυριολεξίες, όπως τις αναδεικνύει το άρθρο
αυτό, θα ίσχυαν λίγο πολύ τα ίδια: διαφάνεια και φυσικότητα. Να φαίνεται ότι επίτηδες το παίζεις λαίδη Άντζελα.
(Με την ευκαιρία, τοποθετώ το νήμα στο σωστό χώρο του. Και μεταφέρω και ένα ωραίο (προφορικό) σαρδάμ που έκανα χτες:
πιστείται τηρά...).