Μην ποντάρετε στον ΣΥΡΙΖΑ
Mark Mazower, 1 Ιουλίου 2015 (
The New York Times)
Το ανθρώπινο κόστος της πεντάχρονης λιτότητας υπήρξε καταστροφικό για την Ελλάδα, αλλά η απόφαση διεξαγωγής δημοψηφίσματος την Κυριακή απλώς θα χειροτερέψει κι άλλο την κατάσταση.
Το μόνο αναμφίβολο καλό, για τον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, είναι ότι ένωσε το κόμμα του, τον ΣΥΡΙΖΑ, που γινόταν όλο και πιο ανήσυχο καθώς προχωρούσαν οι διαπραγματεύσεις. Μέσα σε μια νύχτα συσπείρωσε την πολιτική του βάση και πήρε πόντους στο εσωτερικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ επέστρεψε στη θέση που του αρέσει περισσότερο: να κάνει αντιπολίτευση στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Αλλά τι προσέφερε αυτό στη χώρα συνολικά; Το ότι το Σύνταγμα μάλλον αποκλείει τα δημοψηφίσματα για δημοσιονομικά ζητήματα μπορεί να φαίνεται μια νομικίστικη παρωνυχίδα, αναδεικνύει όμως την αρκούντως περιφρονητική στάση της κυβέρνησης απέναντι στους ισχύοντες πολιτικούς θεσμούς. Μιλά για λαϊκή βούληση αλλά επιδεικνύει μια ανησυχητική αδιαφορία για τα δημοκρατικά όργανα και διαδικασίες που λέει ότι προστατεύει.
Ο κ. Τσίπρας ζήτησε από τους Έλληνες να ψηφίσουν πάνω σ’ ένα πακέτο διάσωσης το οποίο έχει ήδη εκπνεύσει, και δεν έκρυψε την επιθυμία του να επικρατήσει το «όχι». Το μόνο λογικό συμπέρασμα, που όμως το διαψεύδει ο ίδιος, είναι ότι θέλει να δει την Ελλάδα να εγκαταλείπει το ευρώ. Το διαψεύδει γιατί γνωρίζει ότι αυτό θα ήταν μη δημοφιλές και θα αποτελούσε κολοσσιαίο ρίσκο.
Πιστεύει πως το «όχι» θα του επέτρεπε να επιστρέψει στις διαπραγματεύσεις στις Βρυξέλλες από θέση ισχύος. Αυτό φανερώνει ένα μουλάρωμα μπροστά στα γεγονότα που ισοδυναμεί με κάτι σαν μαγική σκέψη.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που έχει ψηφοφόρους, και όλοι οι ομόλογοι του κ. Τσίπρα Ευρωπαίοι πρωθυπουργοί έχουν ήδη τη δική τους δημοκρατική εντολή. Θα αψηφήσουν τη βούληση των ψηφοφόρων τους και θα υποχωρήσουν για να σώσουν το ευρώ; Σχεδόν σίγουρα δεν θα το κάνουν για τον κ. Τσίπρα, με δεδομένη την κονιορτοποίηση της εμπιστοσύνης τους προς το πρόσωπό του τους πέντε τελευταίους μήνες. Ό,τι επομένως και αν λέει, το διαφαινόμενο αποτέλεσμα του «όχι» είναι εντέλει η επιστροφή στη δραχμή.
Αν το εκλογικό σώμα ψηφίσει «ναι», το πιο πιθανό αποτέλεσμα θα είναι η ένταση της πολιτικής αβεβαιότητας και νέες εκλογές. Η αποχή, τουλάχιστον, αναγνωρίζει σιωπηρά το μάταιο του όλου εγχειρήματος.
Το θεμελιώδες στοιχείο που έχει αγνοήσει ο κ. Τσίπρας είναι η ακραία αδυναμία της Ελλάδας. Αφενός είναι αδύναμη όπως και κάθε άλλη μικρή χώρα, με περιορισμένη ικανότητα να επηρεάσει τους κανόνες της διεθνούς ζωής. Έχει όμως και την πρόσθετη αδυναμία ότι η οικονομία της είναι δυσλειτουργική και το χρέος της συντριπτικό.
Η απάντηση του ΣΥΡΙΖΑ σε αυτό είναι σχιζοφρενική. Αρέσκεται να τονίζει το ευάλωτο της χώρας καταγγέλλοντας κάποιες ισχυρές σκοτεινές δυνάμεις –τους ντόπιους ολιγάρχες, τους διεθνείς τραπεζίτες και, επίσης, τη Γερμανία. (Μια φορά κι έναν καιρό στην κορυφή αυτής της λίστας βρίσκονταν οι Ηνωμένες Πολιτείες, οι οποίες όμως εσχάτως αναφέρονται λιγότερο.)
Ταυτόχρονα όμως, το κόμμα μιλά για τη δύναμη που μπορεί να έχει η ακηδεμόνευτη λαϊκή εξουσία· το δε άλμα προς τη γνήσια λαϊκή κυριαρχία θα γίνει με την πρωτοπορία σε μια παγκόσμια επανάσταση εναντίον της λιτότητας. Αν δε αυτή αποτύχει, τότε θα γίνει Κούγκι, όπως λένε όλο και περισσότερο τους τελευταίους μήνες στην Αθήνα.
Η ρητορική αυτή δεν εμφανίστηκε από το πουθενά. Φέρνει τα σημάδια του περιβάλλοντος στο οποίο διαμορφώθηκε ο κ. Τσίπρας, καθώς μεγάλωνε στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τις επόμενες δεκαετίες άνθισε μια φοιτητική κουλτούρα που έχει περί πολλού τον ακτιβισμό και διέβλεπε επαναστατικές προοπτικές σε κάθε σχολική κατάληψη.
Η κουλτούρα αυτή είχε πάθος, γνώριζε μαρξιστική θεωρία, ήταν έντονα φατριαστική και κομματισμένη. Περνούσε ώρες ατέλειωτες στις συνελεύσεις όπου συζητούσε για το τι σήμαιναν για τη δημοκρατία τα πάντα, από τις καντίνες ως τους διορισμούς των καθηγητών. Οι ηγέτες των φοιτητών, έχοντας αναπτύξει εμμονή με την ιστορία της γερμανικής κατοχής, καταβρόχθιζαν τα απομνημονεύματα των ηρώων της Αντίστασης και ονειρεύονταν έναν αγώνα αντάξιο των αγώνων εκείνων.
Κάποιοι από αυτούς τους ακτιβιστές παρέμειναν στην κομματική πολιτική, λιγότεροι ίδρυσαν κοινόβια ή έγιναν αναρχικοί και πολύ λίγοι φλερτάρισαν με την επαναστατική βία. Πολλοί συνέβαλαν σημαντικά στην ανθηρή πολιτιστική και πνευματική σκηνή που σχηματίστηκε στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Οι περισσότεροι αποφοίτησαν, βρήκαν δουλειά κι έκαναν οικογένεια. Και κάποιοι είναι τώρα στην κυβέρνηση.
Ο κ. Τσίπρας και οι συνάδελφοί του, αφού υποσχέθηκαν στους ψηφοφόρους τους πράγματα που δεν μπορούν να τηρήσουν, παρουσιάζουν την τωρινή συγκυρία ως την ηρωική στιγμή της γενιάς τους. Ο μπολσεβικισμός κατέρρευσε· η Αντίσταση συνετρίβη. Ίσως όμως, ελπίζουν τώρα, να μπορέσει ο ΣΥΡΙΖΑ να ηγηθεί ενός νέου τύπου επαναστατικής νίκης και να καταφέρει ένα αποφασιστικό χτύπημα εναντίον του διεθνούς χρηματιστικού κεφαλαίου.
Δεν θα ποντάριζα σε κάτι τέτοιο.
Η τελευταία φορά που η Ελλάδα αθέτησε το χρέος της ήταν το 1932: ακολούθησε μια βραχύβια ανάκαμψη που έπνεε ήδη τα λοίσθια όταν ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η αθέτηση του χρέους τότε ήταν μια θετική κίνηση, γιατί όλος ο κόσμος έκανε το ίδιο και γιατί τα πραγματικά κόστη της χρεοκοπίας ήταν χαμηλά.
Τώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Οι συνέπειες και τα κόστη θα ήταν πολύ βαρύτερα, οι δυνατότητες μιας ενδογενούς ανάπτυξης πολύ μικρότερες, και πολλά από τα πλεονεκτήματα που σχετίζονται με την Ευρώπη –η Ελλάδα ως ελκυστικός τόπος ξένων επενδύσεων, η εκμετάλλευση της γεωπολιτικής της θέσης και η μετεξέλιξη των αξιών που ήρθε με το άνοιγμα μιας κοινωνίας που πριν από 40 χρόνια ήταν πολύ πιο εσωστρεφής– θα τεθούν σε κίνδυνο.
Χάρη στο απερίσκεπτο αυτό δημοψήφισμα, η Ελλάδα βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη αναταραχή που θα δοκιμάσει τις αντοχές των δημοκρατικών θεσμών που η ίδια θέσπισε μετά το 1974. Η χώρα δεν χρειάζεται μια επιστροφή στις χειρότερες υπερβολές της φοιτητικής πολιτικής κουλτούρας. Ακόμα λιγότερο χρειάζεται την εξημμένη ρητορική του βίαιου αγώνα, της εθνικής καταστροφής και του εμφύλιου πολέμου που έχει διαποτίσει ήδη τον αέρα. Η σωφροσύνη μπορεί ακόμα να επικρατήσει και το «ναι» την Κυριακή μπορεί να οδηγήσει επιτέλους στο σχηματισμό μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας που η χώρα ποτέ δεν είχε από τότε που άρχισε η κρίση. Αν δεν συμβεί αυτό, τότε αναμένεται περαιτέρω πολιτική πόλωση κι ένα μέλλον αυξανόμενης φτωχοποίησης στο περιθώριο της Ευρώπης.
Ο Mark Mazower είναι καθηγητής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Columbia.