σιμπιτάκ, σιπιτάκ, σιμπιντάκ, σιπιντάκ, σιμπιτάχ, σιμπιντάχ
.
Στη βόρεια Ελλάδα, μέρος όπου υπάρχουν πολλοί
λαζογερμανοί μετανάστες στη Γερμανία, η συρόμενη οροφή των οχημάτων καλείται
σιμπιτάκ / σιπιτάκ (κ.ά. — βλ. τίτλο παρούσας ανάρτησης) από το γερμανικό
Schiebedach.
Η χρήση της ήταν εντονότερη παλαιότερα, αλλά σήμερα έχει επικρατήσει κι εκεί (ενν. στα βόρεια) το
ηλιοροφή (από το αγγλ.
sunroof αυτό) του γενικού ελληνικού λεξιλογίου — καμιά εικοσαριά ευρήματα φέρνει όλα κι όλα το γκουγκλ και στους έξι τύπους. Ωστόσο, η λέξη ακουγόταν και ακούγεται, για όποιον ξέρει πού να ψάξει.
Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι η προσαρμογή τής λέξης
Schiebedach (προφ.
σίμπενταχ — με το
-ί- μακρόσυρτο) στα ελληνικά συνοδεύτηκε από τα εξής γλωσσικά φαινόμενα:
- Έγινε οξύτονη (πιθανόν στα πρότυπα της γαλλικής γλώσσας που ήταν η κυρίαρχη γλώσσα δανεισμού στον χώρο της αυτοκινητικής ορολογίας).
- Το μεσαίο φωνήεν -ε-, το οποίο σημειωτέον είναι άτονο και στη γερμανική εκφορά και στην ελληνική προσαρμογή της, μετατράπηκε σε -ι- (πιθανότατα λόγω εξακολουθητικής αφομοίωσης).
- Υπάρχουν έξι παράλληλοι τύποι (σιπιτάκ, σιπιντάκ, σιμπιτάκ, σιμπιτάχ, σιμπιντάκ, σιμπιντάχ — προφορικώς ίσως κι άλλοι συνδυασμοί), στους οποίους εναλλάσσονται τα 2ο, 3ο και 4ο σύμφωνα μεταξύ ηχηρού και άηχου. Πάντως το καταληκτικό (4ο) σύμφωνο είναι κατά κανόνα ηχηρό (-κ) και σπάνια άηχο (-χ), γεγονός που μου φαίνεται λίγο-πολύ αναμενόμενο. Για τα 2ο & 3ο σύμφωνα ίσως η υιοθέτηση άηχων στη θέση των ηχηρών που έχει η πρωτότυπη γερμανική λέξη να αποτελεί μια μορφή υπεραστισμού.
Τέλος, να επισημάνω ότι αυτή η περιβόητη λέξη, το
σιμπιτάκ, αποτέλεσε τη βάση για το γνωστό ανέκδοτο με το
σιμπιζάκ (το οποίο
σιμπιζάκ πλέον κυκλοφορεί προσαρμοσμένο σε «σιμπιζάκι», λόγω και έλξης από το δημοφιλέστατο παραγωγικό τέρμα υποκορισμού
-άκι). Είναι αλήθεια ότι σε πολλούς απ' όσους πρωτάκουγαν τον όρο
σιμπιτάκ τούς φαινόταν εντελώς ακατανόητος (δηλ. άκουγαν ότι «το τάδε αυτοκίνητο έχει σιμπιτάκ» και δεν μπορούσαν με τίποτα να καταλάβουν τι στο καλό ήταν ετούτο το εξωτικό χαρακτηριστικό), οπότε στα πλαίσια της οικειοποίησης που προσφέρει η λαϊκή ετυμολογία λειτούργησε εδώ ο μηχανισμός της (σχεδόν) αντίστροφα με το να φτιαχτεί μια λέξη που να διαφέρει μοναχά σ' έναν φθόγγο από το ανείκαστο —και ανήκουστο—
σιμπιτάκ και η οποία νέα λέξη να είναι γνωστής ετυμολόγησης (δηλ. μέσω παραφθοράς τού «σε μπεζάκι» στο λαρισαϊκό ιδίωμα). Κι ας μην γελιόμαστε, ο μηχανισμός αυτός πιθανότατα λειτούργησε αυτόματα με τη μορφή αποστομωτικού αντιγυρίσματος από κάποιον που άκουσε το
σιμπιτάκ για πρώτη φορά κι αντιγύρισε μέσω του μηχανισμού τού αναδιπλασιασμού (rhyming reduplication) κάτι της μορφής «τι σιμπιτάκ και σιμπιτσάκ είναι αυτά που λες» ή «σιγά μην έχει και ντοναλντάκ» κ.ο.κ. — μέχρι που, μετά από αρκετές άρες μάρες, κάποιος πέταξε και το «σιμπιζάκ» κι αμέσως γεννήθηκε η σκέψη:
Βρε, αυτό το σιμπιζάκ, σε αντίθεση με το σιμπιτάκ, μπορεί πράγματι να σημαίνει κάτι! Ενισχυτικά για την ορθότητα της προαναφερθείσας εκδοχής λειτουργεί και το γεγονός ότι το αρχικό ανέκδοτο αναφερόταν ρητώς στον χώρο τού αυτοκινήτου, που είναι και το μοναδικό πεδίο όπου μπορεί να υπάρξει το
σιμπιτάκ (ενώ το
σιμπιζάκ θα μπορούσε να αφορά οτιδήποτε βγαίνει σε τουλάχιστον δύο χρώματα, εκ των οποίων το ένα μπεζ). Ακόμη ενισχυτικότερο είναι και το γεγονός ότι επιλέγεται στο ανέκδοτο ειδικά το μπεζ (που είδαμε πώς συνδέεται παρηχητικά με το
σιμπιτάκ) κι όχι οποιοδήποτε άλλο χρώμα, είτε μονοσύλλαβο (τα
σιμπλιδάκ και
σιγκριζάκ θα εξυπηρετούσαν εξίσου, με την αδιαφάνειά τους, τους σκοπούς τού ανέκδοτου) είτε κάποιο πολύ δημοφιλέστερο —σε σχέση με το μπεζ— για χρώμα αυτοκινήτου.