Γερμανικές λέξεις στην ελληνική γλώσσα

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
κράπφεν



Αρέσει και στο ΛΝΕΓ, που το περιλαμβάνει, το αγνοεί το ΛΚΝ (ή μήπως το θεωρεί μπουγάτσα με μαρμελάδα; --δεν το έψαξα :D)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
καπούτ

(Πάσα από εδώ) Ντάνκεσεν, Ζαζ!

Πρώτα μια βόλτα από το ΛΝΕΓ:

καπούτ επίθ |άκλ| (εκφραστ.) 1. κατεστραμμένος, αχρηστευμένος: το αυτοκίνητο είναι ~ 2. νεκρός.
[ΕΤΥΜ. < γερμ. kaputt < γαλλ. (être capot), όρος της χαρτοπαικτικής, που προσδιoρίζει εκείνον που δεν έχει κανένα βαθμό.]

Ενδιαφέρουσες ετυμολογήσεις (και παρετυμολογήσεις) παρουσιάζει το άρθρο στη γερμανική βίκι:
α) Την πιο πάνω, της γαλλικής προέλευσης για το χαρτοπαίγνιο, και της απώτερης σύνδεσης με το λατινικό caput, «κεφάλι» (βλ. τη ζαζουλοπαραπομπή και τα προηγούμενά της), την οποία και θεωρεί επικρατέστερη.
β) Τη σύνδεση με τη λέξη kappóres στα γίντις, που είναι οι κότες που σφάζουν τις ημέρες της συμφιλίωσης και προέρχεται από εβραϊκό kappóret. Όπως όμως αναφέρεται στις σελίδες της συζήτησης του άρθρου, η παρουσία του r δείχνει μάλλον αντίστροφη πορεία: στη λέξη των γίντις ενσωματώθηκε η έννοια του καπούτ.
γ) Την απευθείας προέλευση από τα μσν. εκκλησιαστικά λατινικά. Όμως, ο τονισμός του λατινικού (κάπουτ) κάνει επίσης λιγότερο πιθανή αυτή την απευθείας προέλευση.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Να συνεχίσω τις προσθήκες; Δεν έχουμε πει ακόμη τα:
  • Βάνδαλος
  • Βαλπούργεια (Νύχτα)
  • Βαλκυρίες (απώτατης σκανδιναβικής αρχής, ωστόσο)
  • νιξ (αργκό) = τίποτα, γιοκ
Σημείωση: Το λατ. Volcae στα ελληνικά έγινε Ουάλκαι. Ωστόσο, το Volcae το πήραν οι Γερμανοί και έπλασαν τον γενικό όρο Walha με τον οποίον χαρακτήριζαν άλλα φύλα, αρχικά κελτικά και κατόπιν εν γένει εκλατινισμένα, κι ο οποίος στο τέλος κατέληξε να χαρακτηρίζει κάθε ξένο. Έτσι έφτασε (μέσω της σλαβικής) στην ελληνική και δημιουργήθηκε η λέξη Βλάχος. Το Walha έχει γεννήσει πολλές άλλες λέξεις σε διάφορες γλώσσες (βλ. παραπάνω άρθρο), μερικές από τις οποίες οδήγησαν και σε αντίστοιχες ελληνικές (π.χ. Βαλλόνος, Ουαλία).


ΥΓ Δρα, το καπούτ το είχε ήδη αναφέρει ο Νίκελ στο #2. :)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Δρα, το καπούτ το είχε ήδη αναφέρει ο Νίκελ στο #2. :)

Το ξέρω, αλλά αφού δεν ήξερα ότι θα έκανες τόσο πλήρη παρουσίαση στα γαλλικά, δεν άξιζε να γίνει η σύνδεση και να πούμε κι εδώ δυο λόγια παραπάνω; :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ελληνική, πλέον, λέξη από τη γερμανική γλώσσα και το μούσλι — κι ας το αγνοούν ακόμη τα λεξικά. Müesli στα γερμανικά τής Ελβετίας και Müsli στα γερμανικά τής Γερμανίας, πολύ φοβούμαι πως δεν έχει καμία τύχη η ορθή προφορά. Στα αγγλικά muesli, που προφέρεται μούζλι, μιούζλι ή μιούσλι. Στην αγγλική γλώσσα λεξικογραφημένο και το παράγωγο λήμμα muesli belt "a region supposed to be densely populated by (prosperous middle-class) health-food faddists".
 

simonmad

New member
Η λέξη "σβάστικα" προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη "svastika" και σημαίνει "Ό,τι καλώς έχει και είναι".
Περισσότερα για την ιστορία του αρχαίου αυτού συμβόλου καλοτυχίας που χρησιμοποιούταν για πάνω από 3000 χρόνια, πριν το υιοθετήσουν οι ΝΑΖΙ και μετατραπεί σε ταμπού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ:

http://el.wikipedia.org/wiki/Σβάστικα
 

SBE

¥
Περισσότερα για την ιστορία του αρχαίου αυτού συμβόλου καλοτυχίας που χρησιμοποιούταν για πάνω από 3000 χρόνια, πριν το υιοθετήσουν οι ΝΑΖΙ και μετατραπεί σε ταμπού, μπορείτε να διαβάσετε εδώ

Ταμπού για τους Ευρωπαίους, γιατί αν πας σε ινδικό γάμο θα το δεις παντου, από τις διακοσμήσεις μέχρι τα ρούχα.
 

simonmad

New member
Ταμπού για τους Ευρωπαίους, γιατί αν πας σε ινδικό γάμο θα το δεις παντου, από τις διακοσμήσεις μέχρι τα ρούχα.
Έχεις απόλυτο δίκιο. Ταμπού κυρίως στη Δύση, γιατί στην Ανατολή αποτελεί μέχρι και σήμερα ιερό σύμβολο για τους περισσότερους πολιτισμούς.
 
Drsiebenmal, μήπως να πούμε «Καθηγητάδες τρεις, χάθηκε η πατρίς», για να κρατήσουμε τη ρίμα;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Το έχω διαβάσει ν' αποδίδεται με ρίμα: Καθηγητές τρεις - εχάθη η πατρίς. Ίδιο ή και καλύτερο κι απ' το καθηγητάδες, ώστε να δείχνει περιφρόνηση, δεν είναι το προφεσόροι;

Προφεσόροι τρεις - χάθηκ' η πατρίς!
Και βέβαια, γιατί όχι; ;) Παρόμοια πρότεινε και ο σαραντ!
 
Χουμ χουμ χουμ... Εδώ ή τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται ή εγώ είχα διαβάσει τη μτφρ του sarant, ξέχασα ότι εκείνος την πρότεινε, και έπεισα τον εαυτό μου ότι ήτανε δική μου... Αχρμπφγκννμχχ
 

SBE

¥
Έχεις απόλυτο δίκιο. Ταμπού κυρίως στη Δύση, γιατί στην Ανατολή αποτελεί μέχρι και σήμερα ιερό σύμβολο για τους περισσότερους πολιτισμούς.

Όπως με πληροφορεί η Βίκι, στον ινδουισμό ο δεξιόστροφος αγκυλωτός σταυρός είναι σύμβολο του θεού Βίσνου και ο αριστερόστροφος σύμβολο της θεάς Κάλι. Με την ανάλογη θετική και αρνητική χροιά.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ότι η λέξη κελνερίνα (από το Kellnerin, σερβιτόρα/γκαρσόνα) υπάρχει στα ελληνικά (γιατί; --γιατί όχι!), το έμαθα σήμερα, από την κριτική του sarant στη μετάφραση του Κοιμητήριου της Πράγας, του Ουμπ. Έκο.

Προσωπικά, πάντως, δύσκολα θα τη χρησιμοποιούσα. Δεν είναι δα και κάποιο επάγγελμα που δεν καλύπτεται επαρκώς από ελληνικές λέξεις :devil: (όπως στην ερμηνευτική παρένθεση πιο πάνω)...
 

Zazula

Administrator
Staff member
σιμπιτάκ, σιπιτάκ, σιμπιντάκ, σιπιντάκ, σιμπιτάχ, σιμπιντάχ

.
Στη βόρεια Ελλάδα, μέρος όπου υπάρχουν πολλοί λαζογερμανοί μετανάστες στη Γερμανία, η συρόμενη οροφή των οχημάτων καλείται σιμπιτάκ / σιπιτάκ (κ.ά. — βλ. τίτλο παρούσας ανάρτησης) από το γερμανικό Schiebedach.

Η χρήση της ήταν εντονότερη παλαιότερα, αλλά σήμερα έχει επικρατήσει κι εκεί (ενν. στα βόρεια) το ηλιοροφή (από το αγγλ. sunroof αυτό) του γενικού ελληνικού λεξιλογίου — καμιά εικοσαριά ευρήματα φέρνει όλα κι όλα το γκουγκλ και στους έξι τύπους. Ωστόσο, η λέξη ακουγόταν και ακούγεται, για όποιον ξέρει πού να ψάξει.

Είναι χαρακτηριστικό πάντως ότι η προσαρμογή τής λέξης Schiebedach (προφ. σίμπενταχ — με το -ί- μακρόσυρτο) στα ελληνικά συνοδεύτηκε από τα εξής γλωσσικά φαινόμενα:
  1. Έγινε οξύτονη (πιθανόν στα πρότυπα της γαλλικής γλώσσας που ήταν η κυρίαρχη γλώσσα δανεισμού στον χώρο της αυτοκινητικής ορολογίας).
  2. Το μεσαίο φωνήεν -ε-, το οποίο σημειωτέον είναι άτονο και στη γερμανική εκφορά και στην ελληνική προσαρμογή της, μετατράπηκε σε -ι- (πιθανότατα λόγω εξακολουθητικής αφομοίωσης).
  3. Υπάρχουν έξι παράλληλοι τύποι (σιπιτάκ, σιπιντάκ, σιμπιτάκ, σιμπιτάχ, σιμπιντάκ, σιμπιντάχ — προφορικώς ίσως κι άλλοι συνδυασμοί), στους οποίους εναλλάσσονται τα 2ο, 3ο και 4ο σύμφωνα μεταξύ ηχηρού και άηχου. Πάντως το καταληκτικό (4ο) σύμφωνο είναι κατά κανόνα ηχηρό (-κ) και σπάνια άηχο (-χ), γεγονός που μου φαίνεται λίγο-πολύ αναμενόμενο. Για τα 2ο & 3ο σύμφωνα ίσως η υιοθέτηση άηχων στη θέση των ηχηρών που έχει η πρωτότυπη γερμανική λέξη να αποτελεί μια μορφή υπεραστισμού.
Τέλος, να επισημάνω ότι αυτή η περιβόητη λέξη, το σιμπιτάκ, αποτέλεσε τη βάση για το γνωστό ανέκδοτο με το σιμπιζάκ (το οποίο σιμπιζάκ πλέον κυκλοφορεί προσαρμοσμένο σε «σιμπιζάκι», λόγω και έλξης από το δημοφιλέστατο παραγωγικό τέρμα υποκορισμού -άκι). Είναι αλήθεια ότι σε πολλούς απ' όσους πρωτάκουγαν τον όρο σιμπιτάκ τούς φαινόταν εντελώς ακατανόητος (δηλ. άκουγαν ότι «το τάδε αυτοκίνητο έχει σιμπιτάκ» και δεν μπορούσαν με τίποτα να καταλάβουν τι στο καλό ήταν ετούτο το εξωτικό χαρακτηριστικό), οπότε στα πλαίσια της οικειοποίησης που προσφέρει η λαϊκή ετυμολογία λειτούργησε εδώ ο μηχανισμός της (σχεδόν) αντίστροφα με το να φτιαχτεί μια λέξη που να διαφέρει μοναχά σ' έναν φθόγγο από το ανείκαστο —και ανήκουστο— σιμπιτάκ και η οποία νέα λέξη να είναι γνωστής ετυμολόγησης (δηλ. μέσω παραφθοράς τού «σε μπεζάκι» στο λαρισαϊκό ιδίωμα). Κι ας μην γελιόμαστε, ο μηχανισμός αυτός πιθανότατα λειτούργησε αυτόματα με τη μορφή αποστομωτικού αντιγυρίσματος από κάποιον που άκουσε το σιμπιτάκ για πρώτη φορά κι αντιγύρισε μέσω του μηχανισμού τού αναδιπλασιασμού (rhyming reduplication) κάτι της μορφής «τι σιμπιτάκ και σιμπιτσάκ είναι αυτά που λες» ή «σιγά μην έχει και ντοναλντάκ» κ.ο.κ. — μέχρι που, μετά από αρκετές άρες μάρες, κάποιος πέταξε και το «σιμπιζάκ» κι αμέσως γεννήθηκε η σκέψη: Βρε, αυτό το σιμπιζάκ, σε αντίθεση με το σιμπιτάκ, μπορεί πράγματι να σημαίνει κάτι! Ενισχυτικά για την ορθότητα της προαναφερθείσας εκδοχής λειτουργεί και το γεγονός ότι το αρχικό ανέκδοτο αναφερόταν ρητώς στον χώρο τού αυτοκινήτου, που είναι και το μοναδικό πεδίο όπου μπορεί να υπάρξει το σιμπιτάκ (ενώ το σιμπιζάκ θα μπορούσε να αφορά οτιδήποτε βγαίνει σε τουλάχιστον δύο χρώματα, εκ των οποίων το ένα μπεζ). Ακόμη ενισχυτικότερο είναι και το γεγονός ότι επιλέγεται στο ανέκδοτο ειδικά το μπεζ (που είδαμε πώς συνδέεται παρηχητικά με το σιμπιτάκ) κι όχι οποιοδήποτε άλλο χρώμα, είτε μονοσύλλαβο (τα σιμπλιδάκ και σιγκριζάκ θα εξυπηρετούσαν εξίσου, με την αδιαφάνειά τους, τους σκοπούς τού ανέκδοτου) είτε κάποιο πολύ δημοφιλέστερο —σε σχέση με το μπεζ— για χρώμα αυτοκινήτου.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Απίστευτο, Ζαζ! Δεν είχα ιδέα. :)

Να σημειώσω επίσης ότι όλες οι παραλλαγές μπορεί να προέρχονται από υπαρκτές ηχητικές παραλλαγές στην προφορά των b/d/ch σε τοπικές γερμανικές διαλέκτους.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
παρλαπίπα
ΛΝΕΓ: παρλαπίπα (η) {χωρ. γεν. πληθ.} (οικ.) οι ανόητες κουβέντες, οι χαζομάρες: άφησε τις ~ και σοβαρέψου! [ΕΤΥΜ. Πιθ. < γερμ. Paperlapapp* «φλυαρία», με την επίδρ. τού ουσ. πάρλα].

ΛΚΝ: παρλαπίπα η [parlapípa] Ο25α (συνήθ. πληθ.) : (οικ.) ως χαρακτηρισμός λόγων ανόητων, φλύαρων και κομπαστικών.
[γερμ. papperlapap* (ηχομιμ.) παρετυμ. πάρλα και ίσως πίπα]


dict.cc:
papperlapapp: hogwash, poppycock, pish-posh
Papperlapapp!: Rubbish! {interj} [esp. Br.]
papperlapapp [umgangssprachlich]: balderdash, tommyrot [coll.] [dated]
Papperlapapp! [umgangssprachlich] [Unfug]: Fiddlesticks! {interj} [coll.] [nonsense]


Για να μη γράψω καμιά παρλαπίπα, το μπαλάκι στους ετυμολογικώς αρμοδιότερους.

*Μα ούτε το ένα ούτε το άλλο να τη γράφει σωστά;
 

nickel

Administrator
Staff member
Στο ΕΛΝΕΓ είναι σωστή και η γερμανική ορθογραφία.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Θεωρείται ότι οι παρλαπίπες είναι από το γερμανικό Papperlapapp! (Κουταμάρες!), με επιρροή από την πάρλα και τις πίπες.

Αυτό είναι πιο δύσκολο κι από τις μούφες, Δαεμάνε. :)
 
Top