Προειδοποίηση: Ακολουθεί μακρύ, νομικό σεντόνι.
Ίσως σας πέσει λίγο βαριά η νομολογία, όμως επειδή γράφτηκαν ορισμένες ανακρίβειες αλλά και επειδή διαπίστωσα ένα αυξημένο ενδιαφέρον για τη συζήτηση, είπα να συνεισφέρω στο νήμα παραθέτοντας το ιλαροτραγικό χρονικό των τελευταίων ετών σε ό,τι αφορά τη νομοθεσία που διέπει τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών. Το όλο χρονικό συνοδεύεται και από σύντομο σχολιασμό για να γίνει η ανάγνωση πιο ευχάριστη. Για όσους βαριούνται να διαβάσουν όλο το παραλήρημά μου, και σας κατανοώ πλήρως, στο τέλος θα βρείτε μια μικρή σύνοψη.
Μέχρι λοιπόν το σωτήριον έτος 1997, η στελέχωση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης γινόταν αποκλειστικά μέσω της γνωστής σε όλους επετηρίδας. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πυρηνικός φυσικός για να καταλάβει τη φιλοσοφία της επετηρίδας: Πολύ απλά, όταν έπαιρνες το πτυχίο σου γραφόσουν σε έναν κατάλογο, και μετά περίμενες καρτερικά να έρθει η σειρά σου να διοριστείς. Οι προσλήψεις γίνονταν με αποκλειστικό γνώμονα τον χρόνο κτήσης πτυχίου.
Αυτό το ειδυλλιακό σύστημα κάποιοι, για κάποιους δυσνόητους λόγους, θεώρησαν σκόπιμο να το καταργήσουν. Είχε προηγηθεί, το 1994, η σύσταση μιας ανεξάρτητης αρχής για την επιλογή των προσώπων που θα στελεχώνουν τον δημόσιο τομέα της χώρας. Πρόκειται για το επάρατο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού, ή αλλιώς Α.Σ.Ε.Π.
Το 1997, λοιπόν, πιθανότατα στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού της χώρας, ψηφίστηκε ένας νόμος που προέβλεπε την κατάργηση της επετηρίδας. Πρωθυπουργός τότε ήταν ο Κώστας Σημίτης, και Υπουργός Παιδείας ο Γεράσιμος Αρσένης. (Οι κακές γλώσσες λένε ότι ο πρωθυπουργός ανέθεσε στον εσωκομματικό του αντίπαλο την τότε εκπαιδευτική μεταρρύθμιση με σκοπό να τον εξοντώσει πολιτικά). Ο νόμος του 1997 προέβλεπε μια μεταβατική περίοδο τριών ετών για τους ήδη εγγεγραμμένους στην επετηρίδα. Με άλλα λόγια, τα έτη 1999, 2000 και 2001, οι προσλήψεις θα γίνονταν εν μέρει από διοριστέους του ΑΣΕΠ και εν μέρει από εγγεγραμμένους στην επετηρίδα. Από το 2002 και μετά οι προσλήψεις θα γίνονταν αποκλειστικά μέσω ΑΣΕΠ. Κατ’ εφαρμογή του νόμου του 1997, πραγματοποιήθηκε το 1998 ο πρώτος γραπτός διαγωνισμός των εκπαιδευτικών. Όπως μάλλον αναμενόταν, η εφαρμογή του νόμου συνάντησε έντονες αντιδράσεις. Ίσως κάποιοι θυμάστε τις διαδηλώσεις και το ξύλο έξω από τα εξεταστικά τμήματα.
Το 2000, στο πλαίσιο της αναθεώρησης του Συντάγματος, η κυβέρνηση, θέλοντας να ισχυροποιήσει τον θεσμό του ΑΣΕΠ, πρότεινε το Σύνταγμα να προβλέπει την πρόσληψη των δημοσίων υπαλλήλων αποκλειστικά μέσω του ΑΣΕΠ. Το αναθεωρημένο άρθρο 103 παρ. 7 λέει:
7. Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, πλην των περιπτώσεων της παραγράφου 5, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει. Νόμος μπορεί να προβλέπει ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας ή ειδικές διαδικασίες επιλογής προσωπικού για θέσεις το αντικείμενο των οποίων περιβάλλεται από ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις ή προσιδιάζει σε σχέση εντολής.
Η «ανεξάρτητη αρχή» είναι βεβαίως το ΑΣΕΠ. Αυτό με τις «ειδικές συνταγματικές εγγυήσεις» και τη «σχέση εντολής» δεν το καταλάβαινα, και κάποια στιγμή που έτυχε να μιλάω με μία από τους νομικούς συμβούλους του Υπουργείου βρήκα την ευκαιρία να τη ρωτήσω αν μπορεί να αφορά τους εκπαιδευτικούς. Μου είχε απαντήσει αρνητικά. Επίσης, ούτε η αναφερόμενη παράγραφος 5 του ιδίου άρθρου αφορά την πρόσληψη εκπαιδευτικών:
5. Με νόμο μπορεί να εξαιρούνται από τη μονιμότητα ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι που κατέχουν θέσεις εκτός της υπαλληλικής ιεραρχίας, οι διορισμένοι απευθείας με βαθμό πρεσβευτικό, οι υπάλληλοι της Προεδρίας της Δημοκρατίας και των γραφείων του Πρωθυπουργού, των Υπουργών και Υφυπουργών.
Το μόνο παράθυρο που διέκρινα στην παράγραφο 7 του άρθρου 103 ήταν εκείνο το «ειδικές διαδικασίες επιλογής που περιβάλλονται με αυξημένες εγγυήσεις διαφάνειας και αξιοκρατίας». Περισσότερα για το όλο συνταγματικό θέμα στη συνέχεια.
Τα χρόνια πέρασαν και φτάσαμε στο 2002. Στο μεταξύ, είχαν συμβεί δύο σημαντικά πράγματα: η δημοτικότητα της κυβέρνησης είχε πέσει, κάτι που είχε φανεί καθαρά με την οριακή νίκη της στις εκλογές του 2000, και ο Αρσένης είχε πάει σπίτι του, υπό το βάρος των αντιδράσεων στις αλλαγές που πρότεινε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση (μεταξύ των οποίων βεβαίως και η κατάργηση της επετηρίδας). Ο διάδοχος του, Πέτρος Ευθυμίου, άνθρωπος λογικός, ο οποίος, ορθά σκεπτόμενος, δεν είχε καμία όρεξη να αυτοκτονήσει πολιτικά, άρχισε να αποδομεί, κομμάτι κομμάτι, τη μεταρρύθμιση του προκατόχου του. Εδώ μπαίνει στην ιστορία μας και η ΠΕΑ, η θρυλική Πανελλήνια Ένωση Αναπληρωτών, που, απειλώντας με απεργίες, ασκούσε πιέσεις για να ψηφιστεί νόμος ο οποίος να προβλέπει τη μονιμοποίηση των αναπληρωτών. Μ’ αυτά και μ’ αυτά, με τον Υπουργό Παιδείας να μην θέλει να διακινδυνεύσει το πολιτικό του μέλλον και τον Πρωθυπουργό να πασχίζει να αποφύγει τη διαφαινόμενη και τελικά αναπόφευκτη εκλογική συντριβή, το 2002 ψηφίζεται ο περίφημος Νόμος 3027, σύμφωνα με τον οποίον οι προσλήψεις των εκπαιδευτικών θα γίνονταν κατά 75% από τους διοριστέους του ΑΣΕΠ, και κατά 25% από πίνακα αναπληρωτών, βάσει προϋπηρεσίας. Τότε ξεκίνησε και αυτή η φαιδρή ιστορία με τους πίνακες και το κυνήγι συλλογής μορίων.
Εκτός από το Σύνταγμα, ο συγκεκριμένος νόμος κατέλυε και τα Μαθηματικά. Ίσως κάποιος αφελής να θεωρούσε ότι, με το 75% των διοριστέων να προέρχονται από τους πίνακες του ΑΣΕΠ και το 25% από τους πίνακες προϋπηρεσίας, είχαμε φτάσει στο ποθητό 100%, δηλαδή στο σύνολο των διοριστέων. Όμως όχι! Ποιος σας είπε ότι δεν μπορούν να διοριστούν περισσότεροι από το 100% των διοριστέων; Ο νόμος λοιπόν προέβλεπε ότι, πέραν των οριζομένων ποσοστών (με άλλα λόγια πέραν του 100% των διοριστέων), θα διορίζονταν και όλοι όσοι, μέχρι το καλοκαίρι του 2002, είχαν αποκτήσει 16 μήνες προϋπηρεσίας στη δημόσια εκπαίδευση (στην ουσία δηλαδή όσοι είχαν δουλέψει ως αναπληρωτές γύρω στα δύο χρόνια). Να επισημάνω εδώ ότι σε πολλές ειδικότητες αυτή η τελευταία κατηγορία (ο πίνακας του 16μηνου) υπερέβαινε κατά πολύ το 75+25%. Θα σας δώσω ένα πιο πρόσφατο και πολύ διαφωτιστικό παράδειγμα μετά.
Το καλοκαίρι του 2004, παράλληλα με τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων, καταργήθηκε ο Νόμος 3027/02 και αντικαταστάθηκε από τον Νόμο 3255/04. Η φιλοσοφία του νέου νόμου ήταν παρόμοια με του προηγούμενου· μόνο τα νούμερα άλλαζαν. Αντί για 75/25, οι αναλογίες έγιναν 60/40. Ο ρόλος του ΑΣΕΠ δηλαδή υποβαθμιζόταν κι άλλο. Επίσης, η όμορφη παράδοση κατάργησης των μαθηματικών αρχών συνεχίστηκε. Πέραν από το 60+40% (που κάτω από άλλες συνθήκες θα μας έκανε 100%, αλλά όχι πια), διορίζονταν, σε ορίζοντα τριετίας, και όλοι όσοι είχαν συμπληρώσει 30 μήνες προϋπηρεσίας μέχρι το καλοκαίρι του 2004.
Εδώ θέλω να κάνω μια μικρή παρένθεση σχετικά με τις μεταβατικές περιόδους, στις οποίες τόσο επέμειναν η anef και η bella. Ο αρχικός νόμος του 1997 προέβλεπε μια μεταβατική περίοδο τριών ετών για τους εγγεγραμμένους στην επετηρίδα. Ο νόμος του 2002, με τον πίνακα του 16μηνου, ουσιαστικά επέκτεινε τη μεταβατική περίοδο, αναγνωρίζοντας ότι δεν είχαν απορροφηθεί όλοι όσοι αδικήθηκαν από την αλλαγή του υφιστάμενου πλαισίου. Ο νόμος του 2004, με τον πίνακα του 30μηνου, επέκτεινε τη μεταβατική περίοδο κι άλλο. Όμως, κάποιος που το 2004 είχε μαζέψει 30 μήνες προϋπηρεσίας είχε προφανώς αποκτήσει το μεγαλύτερο μέρος της προϋπηρεσίας του κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου, ειδάλλως θα είχε ήδη διοριστεί το 2002 με το 16μηνο. Υπάρχει ένα γενικό δίδαγμα εδώ: Αν σε μια αλλαγή νομικού πλαισίου δεν θεσπιστεί ορθά-κοφτά μια πολύ συγκεκριμένη και απαράβατη μεταβατική περίοδος, από την οποία να μην επιτρέπεται καμία απόκλιση για κανέναν λόγο, θα προκύψει αναπόφευκτα ένας φαύλος κύκλος όπως αυτός που ξεκίνησε το 2002. Επίσης, είναι αδύνατο να υπάρξει αλλαγή που να μην θίγει κανέναν. Αν επιμένουμε ότι όλοι όσοι τυχόν θίγονται από μια προτεινόμενη αλλαγή πρέπει οπωσδήποτε να αποκατασταθούν, τότε η αλλαγή δεν θα γίνει ποτέ. Να σας πω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα: Όταν ήμουν στο υπουργείο, το 2007, με είχε πάρει κάποιος τηλέφωνο να με ρωτήσει αν επρόκειτο να θεσπιστεί νέα επετηρίδα. Του είχα απαντήσει ότι η επετηρίδα είχε καταργηθεί χρόνια πριν και πως, απ’ όσο γνώριζα, δεν ήταν στις προθέσεις της κυβέρνησης να την επαναφέρει. «Ναι», μου απάντησε, «αλλά όταν εμείς μπήκαμε στο πανεπιστήμιο υπήρχε η επετηρίδα, και επιλέξαμε σχολή με βάση αυτό το κριτήριο». Τον ρώτησα τι σχολή είχε επιλέξει και πότε πήρε πτυχίο. Ήταν φυσικός, και είχε αποφοιτήσει το 1999. Του επισήμανα ότι η επετηρίδα των φυσικών είχε μέσο χρόνο αναμονής γύρω στα 15 χρόνια, οπότε αν ίσχυε ακόμη θα διοριζόταν γύρω στο 2015, καθώς και ότι κατά τον χρόνο αποφοίτησής του είχε ήδη καταργηθεί η επετηρίδα, οπότε δεν έβλεπα πώς και γιατί θεωρούσε τον εαυτό του θιγμένο από την κατάργησή της. Μου απάντησε ότι βεβαίως και θιγόταν από την κατάργηση της επετηρίδας, διότι αν ήξερε προτού επιλέξει να γίνει φυσικός ότι μετά το πτυχίο θα αναγκαζόταν να δώσει εξετάσεις στον ΑΣΕΠ, θα επέλεγε άλλο αντικείμενο να σπουδάσει. Το κράτος επομένως τον ξεγέλασε, οπότε όφειλε να τον διορίσει. Να σημειώσω ότι η προοπτική της 15ετούς αναμονής δεν φαινόταν να τον ενοχλεί· μονάχα το ενδεχόμενο να δώσει εξετάσεις.
Πέραν από το εξωφρενικό της όλης ιστορίας, την αφηγήθηκα για να δείξω ότι αν μπούμε στη διαδικασία να θέλουμε να αποκαταστήσουμε όλους όσους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θίγονται από μια μεταρρύθμιση, τότε ακυρώνουμε τη μεταρρύθμιση και είναι καλύτερο να μην την επιχειρήσουμε καθόλου. Ο συγκεκριμένος άνθρωπος επιχειρηματολογούσε σοβαρά ότι θιγόταν από την κατάργηση της επετηρίδας, μολονότι δεν είχε ποτέ γραφτεί σε αυτήν!