... που θα άφηναν ενεό έναν πρωτοετή φοιτητή της θεολογίας.
ενεός -ή -ό [eneós] E1 : (λόγ.) άφωνος, βουβός, αμήχανος από κατάπλη ξη· άναυδος, εμβρόντητος, κατάπληκτος: Eνεοί παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Στέκονται ενεοί μπροστά στο τόλμημά του. [λόγ. < αρχ. ἐνεός] (πηγή)
Έχω την εντύπωση πως ο...