Μπραφ! μπραφ! μπραφ!», εβρόντησε, ως εις ανταπάντησιν, το ανοικτόν παράθυρον, δεινώς, από το βάθος της πλατείας.
Φρατ! φρατ! φρατ!», διακρίνετ’ αντηχούσ’ από το καφενείον, πλαταγίζουσα, η υπερμεγέθης πατσαβούρα, που κρατεί ο υπηρέτης, καταφερομένη επί των επίπλων του.
«Κρακ! κρακ! κρακ!»...