Το ιταλικό stagno, κασσίτερος, έχει περάσει και στα ελληνικά ως στάγκος, και προσδιορίζει άλλοτε τον κασσίτερο άλλοτε τον ψευδάργυρο (βλ. εδώ ή εδώ). Δεν αποκλείω το επώνυμο Στάγκος, που έχει μεγάλη διάδοση, να μην προέρχεται σε όλες ανεξαιρέτως της περιπτώσεις από το σλαβικό Stanko, θωπευτικό...