... ΛΚΝ (Τριανταφυλλίδη): πού [pú] : I. επίρρ. 1. τοπικό ερωτηματικό·εισάγει ευθείες ή πλάγιες ερωτήσεις με τις οποίες ο ομιλητής θέλει να πληροφορηθεί το ακριβές σημείο, τόπο κτλ.: ~ ήσουν χθες; ~ να καθίσω; ~ μένεις; ~ άφησες τα κλειδιά σου; Δε θυμάμαι ~ τα άφησα. Tον ρώτησαν ~ δουλεύει.(έκφρ.) πού και πού / αραιά και πού / αριά και πού, τοπικά ή χρονικά, για κτ. που συναντάμε πότε πότε, όχι συχνά: πού και πού διέκρινες κανένα σπιτάκι. Πού και πού σταματούσαμε για να ξεκουραστούμε. Mας επισκέπτεται / μας γράφει αραιά και πού.
ΛΝΕΓ (Μπαμπινιώτη): 6. σε ΦΡ. που δηλώνουν χρόνο, π.χ. (α) πού και πού καμιά φορά, πότε-πότε: δούλευε απ' το πρωί μέχρι το βράδυ, μόνο πού και πού σταματούσε για ένα τσιγάρο (β) αραιά και πού σπανίως.
Καλώς μας βρήκες! :) Και τώρα που μας βρήκες, να περνάς πού και πού —ή πιο συχνά, αν θέλεις.
Γεια σου, cherraki, καλωσήρθες. Το άτονο αναφορικό που δεν έχει θέση εδώ. Είναι το τοπικό πού, που φτιάχνει μια έκφραση με τοπική σημασία αρχικά, ίδια με την έκφραση κάπου κάπου, και στη συνέχεια γίνονται και εκφράσεις με χρονική σημασία.
Σωστά. Αυτό ακριβώς θα ήταν μια ακλόνητη δικαιολογία για να γράφεται χωρίς τόνο.
Νομίζω ότι εδώ έχουμε καθαρά μια περίπτωση στην οποία παραβλέπουμε εντελώς την ιστορική (=ετυμολογική) ορθογραφία και τονίζουμε όπως ακριβώς ακούμε. Που είναι και το σωστό βέβαια.
Μετά από αυτό, προτείνω να κάνουμε συζήτηση για το καθετί.