ξενομπάτης = ξένος, περαστικός, ξενοχωρίτης
κόντρα στον καιρό = κόντρα στον άνεμο, στην κακοκαιρία, στις κακοτοπιές (κατ' επέκταση). κόντρα [kóndra] επίρρ. τροπ. : (προφ.) αντίθετα, ανάποδα, ενάντια: Tο καΐκι έπλεε ~ στον άνεμο / στον καιρό.
Γύρισε κάτω η μέρα κι ακόμη εσύ να φανείς = the day...