Τον παλιό καιρό συνεισφέραμε επί τη επετείω το κατιτίς μεταφραστικό μας. Ορίστε το δικό μου για τα δεκάχρονα.
Να αλλάξει το όνομα του Άρκανσω; Ποτέ!
Από τις σαράντα οκτώ πολιτείες που βρίσκονται στο μητροπολιτικό έδαφος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής η πολιτεία του Άρκανσω είναι η μόνη για την οποία εγέρθηκε θέμα —και μάλιστα μείζον— για την προφορά και την ορθογραφία του ονόματός της.
Μετά την αγορά της Λουιζιάνας (
the Louisiana Purchase) οι Αμερικανοί υιοθέτησαν κατά προσέγγιση τη γαλλική προφορά του ονόματος της περιοχής και το έγραφαν συνήθως κατά το γαλλικό τρόπο. Το 1819 το Κογκρέσο με τη νομοθετική πράξη ίδρυσε επισήμως την Περιοχή (όχι ακόμα πολιτεία) του Άρκανσω (Arkansaw).
Την ίδια χρονιά ένας απλός αλλά δυναμικός Αμερικανός πολίτης αναζητούσε την τύχη του στην απέραντη Δύση, ξεκινώντας από την πατρίδα του το Λονγκ Άιλαντ. Ήταν ο Γουίλλιαμ Γούντραφ (
William Woodruff), τυπογράφος το επάγγελμα και εκδότης από ένστικτο. Άνθρωπος με ελάχιστη εκπαίδευση, διαπνεόταν από ακλόνητες απόψεις και στη γλώσσα ήταν καθαρολόγος. Δεν δίστασε μάλιστα να επιτεθεί στον Νώε Γουέμπστερ (
Noah Webster), γιατί περιέλαβε στο λεξικό του τη λέξη “lengthy”. «Πού θα καταλήξει αυτό;», ρωτούσε. «Αν επιτραπεί να μείνει αυτή η λέξη, στην επόμενη έκδοση θα επιτραπεί η λέξη strengthy».
Στην πρωτεύουσα της νέας περιοχής ο Γούντραφ έστησε τυπογραφείο και ξεκίνησε να βγάζει εφημερίδα. Στο πρώτο φύλλο της ανατύπωσε τη νομοθετική πράξη σύστασης της περιοχής, η οποία χρησιμοποιούσε οκτώ φορές τον τύπο «Άρκανσω». Αποφασισμένος να μην επηρεαστεί από μια απλή νομοθετική πράξη του Κογκρέσου, ο Γούντραφ άλλαξε την ορθογραφία σε Arkansas [Σημ. ελληνικά θα το αποδίδω: Αρκάνσας].
Ο πληθυσμός της περιοχής ήταν τότε κάπου δέκα χιλιάδες ψυχές και οι περισσότεροι δεν ήξεραν καν να γράφουν. Αλλά και να ήξεραν, πιθανότατα δεν θα είχαν καμιά προτίμηση υπέρ της μιας ή της άλλης ορθογραφίας. Γι’ αυτό και η επίδραση ενός εφημεριδογράφου με αγύριστο κεφάλι μπορούσε δυνητικά να είναι τεράστια. Απ’ ό,τι φαίνεται, ακόμα και το Κογκρέσο λησμόνησε την αρχική ορθογραφία, και σε επόμενα νομοθετήματα χρησιμοποιούνταν ο τύπος «Αρκάνσας». Μεταγενέστερες ανατυπώσεις της αρχικής πράξης, ακόμη και σε επίσημα έγγραφα, άλλαζαν απλώς την ορθογραφία χωρίς κανένα σχόλιο, σαν να διορθωνόταν κάποιο ασήμαντο αντιγραφικό σφάλμα.
Με τον καιρό αναπτύχθηκε μια περίεργη κατάσταση. Το ποια ακριβώς προφορά προτιμούσε ο Γούντραφ δεν είναι βέβαιο. Καθώς περνούσαν τα χρόνια όμως, οι πολίτες της Πολιτείας γενικά έγραφαν «Αρκάνσας» και πρόφεραν «Άρκανσω». Ωστόσο σε όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες υπήρχε η αίσθηση ότι η επίσημη μορφή οποιουδήποτε τοπωνυμίου είναι η έντυπη και σε αυτήν όφειλε να συμμορφωθεί η προφορά. Πολύς κόσμος άρχισε να λέει «Αρκάνσας».
Η νέα τάση δεν άργησε να μολύνει και τους ίδιους τους κατοίκους της πολιτείας. Στη δεκαετία του 1840 οι δύο γερουσιαστές της είχαν εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη επί του θέματος. Ο αντιπρόεδρος Ντάλλας, ως προεδρεύων της Γερουσίας, επέλυσε το πρόβλημα με απαράμιλλη ευγένεια, απευθυνόμενος σταθερά στον ένα ως «γερουσιαστή από το Άρκανσω» και στον άλλο ως «γερουσιαστή από το Αρκάνσας».
Τα γεωγραφικά λεξικά στα μέσα του αιώνα αποτύπωναν την πλήρη σύγχυση. Ένα επέτρεπε και τους δύο τύπους. Ένα άλλο δεχόταν «Περιοχή του Αρκάνσας» αλλά «ποταμός Άρκανσω». Ένα τρίτο σημείωνε: «Αρκάνσας· προηγούμενη προφορά Άρκανσω». Ένα τέταρτο έδινε λακωνικά: «Αρκάνσας». Η αναβάθμιση της διπλανής περιοχής του Κάνσας σε πολιτεία βοήθησε τη νέα προφορά, παρότι η ομοιότητα στα ονόματα είναι τυχαία. Στην ίδια κατεύθυνση ωθούσε και το «εθνικό»
Arkansan (Αρκάνσιος), που ήταν σαν να ζητούσε από μόνο του τον τόνο στη δεύτερη συλλαβή. Αλλά οι ντόπιοι, βαθιά ριζωμένοι στους λόφους και στα μπαγιού (
bayous) τους, επέμεναν να λένε Άρκανσω.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο οι μετανάστες έφεραν μαζί τους τη νέα προφορά, που κατέληξε να γίνει κοινόχρηστος τύπος στο Λιτλ Ροκ. Στα 1880 πλέον και ο τελευταίος άνθρωπος θα υπέθετε ότι ο τύπος Άρκανσω λίγο πολύ έτεινε να σβήσει, και εκτός αυτού πρόδιδε έναν εντελώς χωριάτικο τρόπο ομιλίας.
Αλλά μια τέτοια υπόθεση θα ήταν άστοχη, γιατί δεν έπαιρνε υπόψη της την εξαιρετική δύναμη της τοπικής υπερηφάνειας. Ξαφνικά οι ντόπιοι όρθωσαν το ανάστημά τους: «Τα βιβλία λένε Αρκάνσας —γνωστό αυτό. Αλλά ποιος έφτιαξε τα βιβλία; Οι καταραμένοι οι Γιάνκηδες!». Όπως οι κάτοικοι όλων γενικά των πιο αδύναμων πολιτειών, οι πολίτες του Αρκάνσας κατάφεραν κι εκείνοι να αναπτύξουν την αίσθηση του καταδιωκόμενου από τον ισχυρό γείτονά τους: «Ίσως φταίει και το Μισσούρι μαζί με τους Γιάνκηδες». Ένας Αρκάνσιος έγραψε: «Στο βαθμό που μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο το Μισσούρι, είναι βέβαιο πως μηχανεύτηκε να προσκολλήσει διαπαντός στους πολίτες του Άρκανσω την ορθογραφία Αρκάνσας».
Η νομοθετική εξουσία ανέλαβε τελικά δράση, και στα 1880 διόρισε μια επιτροπή σοφών. Υπ’ αυτές τις συνθήκες δεν θα περίμενε κανείς βέβαια να υπάρχει ούτε μία ομάδα απροκατάληπτων πολιτών στο Αρκάνσας, και τα ευρήματα της επιτροπής μάλλον ήταν προαποφασισμένα. Πάντως η επιτροπή επιδόθηκε στο έργο της με ενθουσιασμό, και κάλεσε σε βοήθειά της «την ιστορία, την παράδοση και τη φιλοσοφία». Δεν θεώρησε ταπεινό να ζητήσει βοήθεια και παρηγορία ακόμα και από τους Γιάνκηδες. Ζήτησε τη γνώμη του
Λονγκφέλλοου, ο οποίος αποφάνθηκε σε επιστολή του: «Οφείλω να ομολογήσω πως προτιμώ τον ήχο “Άρκανσω”. Είναι περισσότερο μουσικός από το “Αρκάνσας”». Στην τελική έκθεση της επιτροπής όλες οι μαρτυρίες τάσσονταν υπέρ της τοπικής προφοράς, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό ομοφωνίας που να εγείρεται η υποψία ότι καμιά αντίθετη άποψη δεν θεωρήθηκε άξια να καταγραφεί. Το 1881 το νομοθετικό σώμα προχώρησε σε επίσημη πράξη: με ειδικό ψήφισμα καθιέρωσε την τοπική εκδοχή του ονόματος, και κήρυξε κάθε άλλη μορφή «καινοτομία που πρέπει να αποθαρρύνεται».
Η τοπική κοινωνία είχε εκφραστεί και ολόκληρη η παράδοση της αμερικανικής δημοκρατίας έσπευσε να την υποστηρίξει. Μπορεί να είναι παράλογο, μπορεί να είναι μπελάς για τα παιδιά στο σχολείο, μπορεί να φαίνεται γελοίο, αλλά μέσα σε λίγες δεκαετίες όλος ο κόσμος συμφώνησε να γράφει Αρκάνσας και να προφέρει Άρκανσω.
Κι εκεί τελείωσαν όλα; Όχι ακριβώς! Ο ποταμός Αρκάνσας κυλά σε μεγάλο τμήμα της διαδρομής του μέσα από την πολιτεία του Κάνσας. Στις όχθες του στήθηκε μια πόλη της οποίας οι κάτοικοι εξέφρασαν την επιθυμία να ονομαστεί Αρκάνσας Σίτυ. Πολύ σύντομα τα λεξικά άρχισαν να τάσσονται εναντίον τους. Αλλά δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς: τις ίδιες παραδόσεις που εξασφάλιζαν στην πολιτεία το δικαίωμα να ορίζει το όνομά της μπορούσε να τις επικαλεστεί για δικό της λογαριασμό και η πόλη. Αν οι πολίτες βάλουν στόχο να αγωνιστούν για μια υπόθεσή τους μέχρι τέλους, γιατί να μην κερδίσουν; Ασφαλώς κάθε κάτοικος της πολιτείας του Άρκανσω θα πρέπει να αναγνωρίσει το δίκαιο του αγώνα τους και να προφέρει ευγενικά «Αρκάνσας Σίτυ».
Όλως περιέργως στα χρόνια της κρίσης του Άρκανσω αναδύθηκε κι άλλη μια παρόμοια αντιπαράθεση για το όνομα άλλης πόλης. Ένας οικισμός που αναπτύχθηκε στους καταρράκτες ενός ποταμού με ινδιάνικο όνομα προφερόταν ανέκαθεν από τους κατοίκους Σποκάν. Ο εκδότης της πρώτης εφημερίδας που τυπώθηκε εκεί πολύ λογικά έγραψε το όνομα όπως ακριβώς ακούγεται (Spokan). Ίσως όμως η τοπική κοινωνία να τον αντιπαθούσε προσωπικά, γιατί η ορθογραφία αυτή ενόχλησε μεγάλη μερίδα των πολιτών, οι οποίοι έστησαν μια δεύτερη εφημερίδα μόνο και μόνο για να επιβάλλουν τη δική τους, παράλογη εντέλει, ορθογραφία με καταληκτικό φωνήεν e. Όπως και με το Άρκανσω, μια εντελώς παράλογη κατάσταση συνδέθηκε με το τοπικιστικό αίσθημα και τον πατριωτισμό. Με θρησκευτική προσήλωση κάθε καλός πολίτης της πόλης γράφει Σποκέιν (Spokane) και το ίδιο προσεκτικά προφέρει Σποκάν.
Από τη νομοθετική δραστηριότητα του 1881 προέκυψε πιθανότατα κι ένας από τους μεγάλους αμερικανικούς θρύλους: η αγόρευση του Κάσσιους Μ. Τζόνσον επί του θέματος της αλλαγής του ονόματος του Άρκανσω. Ο θρύλος λέει πως η αγόρευση έγινε ενώπιον του νομοθετικού σώματος της πολιτείας. Φαίνεται όμως ότι ο εντιμότατος Τζόνσον είναι εντελώς μυθικό πρόσωπο. Πολλά νομοθετικά σώματα στο τέλος των συνόδων τους πραγματοποιούσαν άτυπες απομιμήσεις συνεδριών, στις οποίες οι συμμετέχοντες επιδίδονταν σε εξεζητημένες και θορυβώδεις παρωδίες του εαυτού τους. Κάποια τέτοια σύνοδος στο Λιτλ Ροκ πιθανόν να έδωσε το έναυσμα για να πλαστεί ο θρύλος της αγόρευσης. Εξίσου πιθανό είναι να έγινε πρώτη φορά η ομιλία στην αίθουσα κάποιου μπαρ, αφού άλλωστε τις περισσότερες φορές από τότε και μετά σε τέτοιες αίθουσες ακούγεται.
Το επιχείρημα του Τζόνσον ήταν απλό και σύντομο: «Κύριοι, μπορείτε να κάνετε ό,τι σας αρέσει· αλλά να αλλάξετε το όνομα του Άρκανσω, ποτέ!». Όπως και με άλλους θρύλους, η ακριβής σειρά των λέξεων δεν είναι σταθερή. Μεταξύ μας, αυτό που φαίνεται να αποτυπώνει ο θρύλος είναι ότι κάθε παλιομπιπ μπιπ, που αισθάνεται τον εαυτό του αρκετά μπιπ, μπορεί επάνω στο μεθύσι του ν’ ανέβει σε μια μπιπ-καρέκλα και να αυτοσχεδιάσει μια μπιπ-ομιλία με οποιεσδήποτε μπιπ μπιπ παραλλαγές θέλει! Αλλά μετά, όπως είναι προφανές, κανείς δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι η ομιλία του θα δημοσιευθεί μεταφέροντας με επαρκή ακρίβεια τα λεγόμενα...
Από το βιβλίο του George R. Stewart,
Names on the land: a historical account of place-naming in the United States (Νέα Υόρκη: Random House, 1945).