Από το βράδυ των αμερικανικών εκλογών (εστιάστε στην τρίτη παράγραφο):
Σε μια ομοσπονδία όπως οι ΗΠΑ, οι εξωτερικές σχέσεις ανήκουν στις αρμοδιότητες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης και όχι σε εκείνες των πολιτειών· δεν γίνεται λοιπόν να έχει «υπουργείο Εξωτερικών» η Πενσιλβανία, ακόμα κι αν διαθέτει δικό της Department of State. Κάπως αλλιώς πρέπει να αποδοθεί αυτό ώστε να μην παραπλανήσει τον αναγνώστη…
Και η αλήθεια είναι ότι πρόκειται για παράξενο τίτλο για τα δικά μας δεδομένα, χωρίς εύκολη απόδοση, όπως φαίνεται και
σ' αυτή τη συζήτηση: ο
Secretary of State μιας πολιτείας έχει διοικητικά καθήκοντα που μπορούν να περιλάβουν, κατά περίπτωση, τη διενέργεια των εκλογών, την τήρηση μητρώων και αρχείων, την εποπτεία των συμβολαιογράφων, τη φύλαξη της μεγάλης σφραγίδας της πολιτείας κ.λπ., ενώ ο αξιωματούχος αυτός βρίσκεται συνήθως αμέσως μετά τον αντικυβερνήτη στη σειρά διαδοχής του κυβερνήτη (σε περίπτωση που εκείνη η θέση βρεθεί τυπικά ή πρακτικά κενή). Ίσως λοιπόν δεν είναι τυχαία η ομοιότητα με τον βρετανικό τίτλο
Secretary of State, που έχει τη γενική σημασία
υπουργός, καθώς η θέση αποκλίνει από τα κλασικά υπουργικά χαρτοφυλάκια που έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε στις εθνικές κυβερνήσεις (και σε αρκετές ομόσπονδων πολιτειών και κρατιδίων) και προσιδιάζει περισσότερο σε μια γραμματεία της κυβερνήσεως, ή ίσως ένα υπουργείο Προεδρίας. Έστω όμως, και το «υπουργείο Εσωτερικών» θα ήταν πολύ πιο ακριβές από αυτό που έγραψε η
Καθημερινή.
Τώρα, αν οι αρμοδιότητες του γνωστού Στέιτ Ντιπάρτμεντ μοιάζουν παντελώς άσχετες με τα παραπάνω, η ονομασία γίνεται λιγότερο παράδοξη άμα ληφθεί υπ' όψιν η ιστορία του υπουργείου.
Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια:
The U.S. Constitution, drafted September 1787 and ratified the following year, gave the president responsibility for conducting the federal government's affairs with foreign states. To that end, on July 21, 1789, the First Congress approved legislation to reestablish the Department of Foreign Affairs under the new government, which President George Washington signed into law on July 27, making the department the first federal agency to be created under the new Constitution. This legislation remains the basic law of the Department of State.
In September 1789, additional legislation changed the name of the agency to the Department of State and assigned it a variety of domestic duties, including managing the United States Mint, keeping the Great Seal of the United States, and administering the census. President Washington signed the new legislation on September 15. Most of these domestic duties gradually were transferred to various federal departments and agencies established in the 19th century. However, the secretary of state still retains a few domestic responsibilities, such as serving as keeper of the Great Seal and being the officer to whom a president or vice president wishing to resign must deliver an instrument in writing declaring the decision.
Από αυτή την άποψη, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ συνιστά ένα απρόσμενο κατοπτρικό είδωλο του βρετανικού
Home Office, που κάποτε ήταν υπεύθυνο για όλα τα ζητήματα του
εσωτερικού —σε αντιδιαστολή με το Foreign Office— και στην πορεία τού αφαιρέθηκαν αρμοδιότητες για να μεταφερθούν σε νεοσύστατα υπουργεία, μέχρι που απέμεινε το αντίστοιχο του δικού μας υπουργείου Προστασίας του Πολίτη. (Παραμένουν κι εδώ κατάλοιπα: κατά τη Βικιπαίδεια, «The Home Office retains a variety of functions that have not found a home elsewhere and sit oddly with the main law-and-order focus of the department, such as regulation of British Summer Time».)
Στη σύγχρονη αμερικανική κυβέρνηση, ένα κοντινότερο αντίστοιχο του πολιτειακού Department of State ίσως είναι η Διεύθυνση Γενικών Υπηρεσιών (
General Services Administration, GSA). Στο πλαίσιο των καθηκόντων του να υποστηρίζει το έργο της ομοσπονδιακής κυβέρνησης, ο επικεφαλής της υπηρεσίας αυτής έχει την ενδιαφέρουσα αρμοδιότητα να πιστοποιήσει πως ένας διεκδικητής της προεδρίας έχει κερδίσει τις εκλογές, ώστε να ξεκινήσει επίσημα η διαδικασία της προεδρικής μετάβασης. (Το συγκεκριμένο διαδικαστικό θέμα έλαβε δημοσιότητα το 2020, όταν η τότε διοικήτρια της GSA καθυστέρησε πάνω από δύο εβδομάδες να ξεκινήσει τη διαδικασία εξαιτίας της άρνησης του Ντόναλντ Τραμπ να αποδεχτεί ότι έχασε τις εκλογές.)
Επιπλέον, μέχρι το 1985 ο διοικητής ήταν υπεύθυνος να πιστοποιήσει πως μια τροπολογία του συντάγματος έχει κυρωθεί από τον απαιτούμενο αριθμό πολιτειών ώστε να τεθεί σε ισχύ. Το καθήκον αυτό το παρέδωσε κατόπιν στον έως τότε υφιστάμενό του Αρχειοφύλακα (Archivist) των Ηνωμένων Πολιτειών, η διεύθυνση του οποίου (
National Archives and Records Administration, NARA) επίσης διαχειρίζεται το Κολέγιο των Εκλεκτόρων,
λαμβάνοντας και ελέγχοντας τις πιστοποιήσεις των ψήφων από τις πολιτείες. Τόσο η τελική έγκριση των συνταγματικών τροπολογιών όσο και ο έλεγχος των αποτελεσμάτων των προεδρικών εκλογών γίνονταν,
μέχρι το 1950, από… το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.
Να λοιπόν που δικαιολογείται κάπως η ομοιότητα στην ονομασία με τα κατά τόπους Department of State — αν και, παρά την τεράστια ποικιλία αρμοδιοτήτων που μπορεί να έχουν, σχεδόν καμιά τους δεν σχετίζεται πια με το ομοσπονδιακό υπουργείο που ευλόγως αποκαλούμε «Εξωτερικών».
(Και μιας και μιλάμε για λάθη… Ούτε το «εκλογικό γραφείο» στη δεύτερη παράγραφο μου αρέσει ιδιαίτερα: παραπέμπει σε γραφείο πολιτικού παρά σε δημόσια υπηρεσία. Θα προτιμούσα «γραφείο εκλογών», όπως άλλωστε έχουμε και στην Ελλάδα.)