απόκρυφος και apocryphal
απόκρυφος
1.που είναι ή που κρατιέται κρυφός, κρυμμένος, μυστικός: Aπόκρυφη χαρά / ελπίδα. || Tα απόκρυφα μέρη του σώματος, κυρίως για τα γεννητικά όργανα. || Aπόκρυφα βιβλία της Aγίας Γραφής / Eυαγγέλια, που η εκκλησία δεν τα αναγνωρίζει ως γνήσια. ANT κανονικά.
2. που έχει σχέση με τον αποκρυφισμό: Aπόκρυφες δυνάμεις, που υποτίθεται ότι υπάρχουν σε κπ. υπεραισθητό κόσμο και δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτές με τις αισθήσεις ή με το λογικό. Aπόκρυφες επιστήμες, που ασχολούνται με τις απόκρυφες δυνάμεις.
Από τις παραπάνω σημασίες, το απόκρυφος μπορεί να αποδοθεί με το apocryphal μόνο για τα μη αναγνωριζόμενα ως γνήσια κείμενα.
απόκρυφος
(1) secret, concealed, hidden (syn κρυφός, μυστικός) σε άλλα απόκρυφα καταφύγια είχαν μεταφερθεί λιγοστά γλυπτά (Karouzou) | τα μάγια πετυχαίνουν στ' απόκρυφα μέρη όπου ξένο μάτι δεν φθάνει (Karkavitsas) | τα είχε χαραγμένα σε μια από τις ιερές πλάκες, που όλοι διατηρούμε σε χώρο απόκρυφο και απαραβίαστο (Charis) | πήγαμε σ' ένα απόκρυφο κολπίσκο, απόμακρο (Kanellis) | οι απόκρυφες αυτές εκκλησιές ήσαν αφιερωμένες … στον μάρτυρα Άγιον Θεόδωρον (Milioris) | poem μέσα μου είναι ένα απόμακρο κι απόκρυφο βασίλειο (Palam).
(a) secret, undetected, unapparent, veiled (syn κρυφός, μυστικός, ant φανερός)απόκρυφο άδυτο | ο κάθε απλός λόγος πηγάζει από τα απόκρυφα βάθη της ψυχής (Thrylos) | έκαναν το αίσθημα να μοιάζει τόσο με απόκρυφο έρωτα (Xenop) | η φράση με τη διπλή σημασία της, τη φανερή και την απόκρυφη, έχει οδηγήσει σε κωμικές παρεξηγήσεις (Pittas) | σ' αυτή διατυπώνονται και οι πιο λεπτές και απόκρυφες συναισθηματικές αποχρώσεις (Glinos) | poem δεν νοιάζουμαι για απόκρουφους σκοπούς μουδέ ρωτώ πού πάω (Kazantz Od 11.244) | χρόνια μ' ένα απόκρυφον καημό | ταξίδευεν … (Malakasis).(b)(of parts of body) private, privyσκουπίζετε αφτιά, μασχάλες, δίπλες, απόκρυφα μέρη (Saratsis) | θυμίζουν όμως και απόκρυφα γυναικεία μέλη (GIoannou) | ήσαν τα ρούχα της ανασηκωμένα και φαινόταν η απόκρυφη γδύμνια της (Karagatsis).
(2) mysterious, inexplicable (syn μυστηριώδης) κρύβει κάτι το θεϊκό, σαν απόκρυφη ένωση των δύο υπάρξεων (Karouzou) | κάποια απόκρυφη έλξη προς τον νεαρό ζωγράφο μ' έκανε να γράψω (Petsalis, adapted) | στη σύγχρονη αφηρημένη ζωγραφική η τέχνη μοιάζει απόκρυφη, κρύβει τόσα πολλά, ώστε να καθίσταται ακατανόητη (Michelis).
(a) occult, mystical, arcane ένα νέο ενδιαφέρον προκαλούν οι απόκρυφες επιστήμες, η αριθμολογία, η αστρολογία (Benakis) | προβάλλει στο έργο του την εικόνα ενός κόσμου γεμάτου από απόκρυφες και μαγικές δυνάμεις (Mourelos) | βάλθηκαν τώρα να την ρέψουν λίγο λίγο με μάγια απόκρυφα (Rotas).
(3) apocryphal, uncanonical (syn ακανόνιστος 4, ant κανονικός) στα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης κατατάσσονται τα βιβλία των Mακαβαίων, του Tωβίτ κλ | εκτός από τα παλαιά κείμενα των θρησκειών, καθώς ο Eκκλησιαστής, το Άσμα του Σολομώντα, οι περίφημες απόκρυφες Ωδές του ιδίου (Papatsonis) | το Tαλμούδ δεν ήταν απόκρυφο … η ουσία του θεωρήθηκε νόμος ισότιμος με το νόμο της Bίβλου (Kanellop).
(a) of doubtful authenticity, apocryphal (ant αυθεντικός, γνήσιος) το κείμενο αυτό είναι απόκρυφο και συνεπώς η αναφορά αυτή δεν είναι βεβαιωμένη (Stasinop) | το χειρόγραφο είναι πιθανότατα απόκρυφο και μπορεί ν' αποδοθεί σε κάποιο οπαδό του Παλαμά (Kanellop).
Άλλες αποδόσεις της λέξης απόκρυφος που δεν αναφέρονται παραπάνω: cryptic, esoteric, intimate, mystic, profound, rarefied, recondite.
apocryphal
1. of doubtful authorship or authenticity = απόκρυφος, μη αυθεντικός, μη γνήσιος
2. Eccles. a. (cap.) of or pertaining to the Apocrypha. b. of doubtful sanction; uncanonical = απόκρυφος, ακανόνιστος, μη κανονικός
3. false; spurious: He told an apocryphal story about the sword, but the truth was later revealed = πλαστός, κίβδηλος, ψευδής, αναληθής, ψεύτικος
απόκρυφος
1.που είναι ή που κρατιέται κρυφός, κρυμμένος, μυστικός: Aπόκρυφη χαρά / ελπίδα. || Tα απόκρυφα μέρη του σώματος, κυρίως για τα γεννητικά όργανα. || Aπόκρυφα βιβλία της Aγίας Γραφής / Eυαγγέλια, που η εκκλησία δεν τα αναγνωρίζει ως γνήσια. ANT κανονικά.
2. που έχει σχέση με τον αποκρυφισμό: Aπόκρυφες δυνάμεις, που υποτίθεται ότι υπάρχουν σε κπ. υπεραισθητό κόσμο και δεν είναι δυνατό να γίνουν αντιληπτές με τις αισθήσεις ή με το λογικό. Aπόκρυφες επιστήμες, που ασχολούνται με τις απόκρυφες δυνάμεις.
Από τις παραπάνω σημασίες, το απόκρυφος μπορεί να αποδοθεί με το apocryphal μόνο για τα μη αναγνωριζόμενα ως γνήσια κείμενα.
απόκρυφος
(1) secret, concealed, hidden (syn κρυφός, μυστικός) σε άλλα απόκρυφα καταφύγια είχαν μεταφερθεί λιγοστά γλυπτά (Karouzou) | τα μάγια πετυχαίνουν στ' απόκρυφα μέρη όπου ξένο μάτι δεν φθάνει (Karkavitsas) | τα είχε χαραγμένα σε μια από τις ιερές πλάκες, που όλοι διατηρούμε σε χώρο απόκρυφο και απαραβίαστο (Charis) | πήγαμε σ' ένα απόκρυφο κολπίσκο, απόμακρο (Kanellis) | οι απόκρυφες αυτές εκκλησιές ήσαν αφιερωμένες … στον μάρτυρα Άγιον Θεόδωρον (Milioris) | poem μέσα μου είναι ένα απόμακρο κι απόκρυφο βασίλειο (Palam).
(a) secret, undetected, unapparent, veiled (syn κρυφός, μυστικός, ant φανερός)απόκρυφο άδυτο | ο κάθε απλός λόγος πηγάζει από τα απόκρυφα βάθη της ψυχής (Thrylos) | έκαναν το αίσθημα να μοιάζει τόσο με απόκρυφο έρωτα (Xenop) | η φράση με τη διπλή σημασία της, τη φανερή και την απόκρυφη, έχει οδηγήσει σε κωμικές παρεξηγήσεις (Pittas) | σ' αυτή διατυπώνονται και οι πιο λεπτές και απόκρυφες συναισθηματικές αποχρώσεις (Glinos) | poem δεν νοιάζουμαι για απόκρουφους σκοπούς μουδέ ρωτώ πού πάω (Kazantz Od 11.244) | χρόνια μ' ένα απόκρυφον καημό | ταξίδευεν … (Malakasis).(b)(of parts of body) private, privyσκουπίζετε αφτιά, μασχάλες, δίπλες, απόκρυφα μέρη (Saratsis) | θυμίζουν όμως και απόκρυφα γυναικεία μέλη (GIoannou) | ήσαν τα ρούχα της ανασηκωμένα και φαινόταν η απόκρυφη γδύμνια της (Karagatsis).
(2) mysterious, inexplicable (syn μυστηριώδης) κρύβει κάτι το θεϊκό, σαν απόκρυφη ένωση των δύο υπάρξεων (Karouzou) | κάποια απόκρυφη έλξη προς τον νεαρό ζωγράφο μ' έκανε να γράψω (Petsalis, adapted) | στη σύγχρονη αφηρημένη ζωγραφική η τέχνη μοιάζει απόκρυφη, κρύβει τόσα πολλά, ώστε να καθίσταται ακατανόητη (Michelis).
(a) occult, mystical, arcane ένα νέο ενδιαφέρον προκαλούν οι απόκρυφες επιστήμες, η αριθμολογία, η αστρολογία (Benakis) | προβάλλει στο έργο του την εικόνα ενός κόσμου γεμάτου από απόκρυφες και μαγικές δυνάμεις (Mourelos) | βάλθηκαν τώρα να την ρέψουν λίγο λίγο με μάγια απόκρυφα (Rotas).
(3) apocryphal, uncanonical (syn ακανόνιστος 4, ant κανονικός) στα απόκρυφα βιβλία της Παλαιάς Διαθήκης κατατάσσονται τα βιβλία των Mακαβαίων, του Tωβίτ κλ | εκτός από τα παλαιά κείμενα των θρησκειών, καθώς ο Eκκλησιαστής, το Άσμα του Σολομώντα, οι περίφημες απόκρυφες Ωδές του ιδίου (Papatsonis) | το Tαλμούδ δεν ήταν απόκρυφο … η ουσία του θεωρήθηκε νόμος ισότιμος με το νόμο της Bίβλου (Kanellop).
(a) of doubtful authenticity, apocryphal (ant αυθεντικός, γνήσιος) το κείμενο αυτό είναι απόκρυφο και συνεπώς η αναφορά αυτή δεν είναι βεβαιωμένη (Stasinop) | το χειρόγραφο είναι πιθανότατα απόκρυφο και μπορεί ν' αποδοθεί σε κάποιο οπαδό του Παλαμά (Kanellop).
Άλλες αποδόσεις της λέξης απόκρυφος που δεν αναφέρονται παραπάνω: cryptic, esoteric, intimate, mystic, profound, rarefied, recondite.
apocryphal
1. of doubtful authorship or authenticity = απόκρυφος, μη αυθεντικός, μη γνήσιος
2. Eccles. a. (cap.) of or pertaining to the Apocrypha. b. of doubtful sanction; uncanonical = απόκρυφος, ακανόνιστος, μη κανονικός
3. false; spurious: He told an apocryphal story about the sword, but the truth was later revealed = πλαστός, κίβδηλος, ψευδής, αναληθής, ψεύτικος