Το semantic μπορεί μεν να προέρχεται από το σημαντικός, αλλά δεν σημαίνει πάντοτε «σημαντικός». Αποδίδει το σημασιακός και το σημασιολογικός. Βέβαια, υπάρχει και επίθετο σημαντικός με τη σημασία τού semantic (και απόδοση σημαντική για το semantics), αλλά αυτά είναι πολύ σπανιότερα από την ευρύτατη χρήση των κοινών σημαντικός και σημαντική (=significant). Επίσης, αυτό το δεύτερο (αν και το ΛΝΕΓ δεν τα διαχωρίζει σε δύο λήμματα, όπως κάνει το ΛΚΝ) σημαντικός μπορεί να αντιστοιχεί και στο δηλωτικός (μέρος τής πρώτης σημασίας τού σημαντικός 2, παρακάτω). Σημειωτέον ότι το ΛΝΕΓ παίρνει θέση υπέρ τού όρου σημασιολογία και κατά του όρου σημαντική. :)
se·man·tic, adj.
1. of, pertaining to, or arising from the different meanings of words or other symbols: semantic change; semantic confusion = σημασιακός
2. of or pertaining to semantics = σημασιολογικός
σημαντικός 2 -ή -ό
1. που έχει ένα συγκεκριμένο νοηματικό περιεχόμενο, που δηλώνει, που σημαίνει κτ.: Γλώσσημα είναι η ελάχιστη ενότητα με αξία σημαντική || (γραμμ.): Tα κινήσεως σημαντικά ρήματα, που σημαίνουν κίνηση.
2. (ως ουσ.) η σημαντική: α. σημασιολογία. β. σημειολογία.
[λόγ.: 1: < σημαντικός 1 σημδ. γαλλ. significatif· 2: σημδ. γαλλ. sémantique (στη νέα σημ.) < υστλατ. semanticus < αρχ. σημαντικός (δες στο σημαντικός 1)]