Asystole =
ασυστολία, όμως όχι
ασύστολη.
Asystole: A dire form of cardiac arrest in which the heart stops beating and there is no electrical activity in the heart. As a result, the heart is at a total standstill.
Read medical definition of Asystole
www.rxlist.com
1) ασυστολία, η και ασυστολή, η (ουσ.) [< στερ. α + συν + στολή < στέλλω] (ιατρ.) η ανεπαρκής συστολή της καρδιάς που οφείλεται στην αλλοίωση των μυϊκών ινών της
(Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας)
ασύστολος -η -ο [asístolos]
Ε5 : (λόγ.) αδιάντροπος, συνήθ.
Aσύστολα ψεύδη, πολύ μεγάλα, χονδροειδή, που λέγονται χωρίς ντροπή.
ασύστολα & (λόγ.)
ασυστόλως ΕΠIΡΡ:
Ψεύδεται ~
.
www.greek-language.gr