lexicon = 1. the vocabulary of a person, language, or branch of knowledge: the size of the English lexicon. λεξιλόγιο.
2. A dictionary, especially of Greek, Hebrew, Syriac, or Arabic: a Greek-Latin lexicon. λεξικό
Στην ταινία Κάθε στιγμή μετράει (Still Alice) η Τζούλιαν Μουρ υποδύεται μια καθηγήτρια γλωσσολογίας που αρχίζει να χάνει τη μνήμη της από μια σπάνια μορφή της αλτσχάιμερ. Η πρώτη φορά που της συμβαίνει να ξεχάσει μια καθημερινή (για την ίδια) λέξη με τρόπο που την αιφνιδιάζει είναι στη διάρκεια διάλεξης που δίνει ως προσκεκλημένη ομιλήτρια σε κάποια σχολή, όπου τη βλέπουμε να κομπιάζει, να δικαιολογείται, και μετά να αντικαθιστά τη λέξη με περίφραση.
Μεταφέρω το κομμάτι της ομιλίας της που ακούμε, γιατί το βρήκα καλοφτιαγμένο:
Most children speak and understand their mother tongue before the age of 4 without lessons, homework or much in the way of feedback. How do they accomplish this remarkable feat? This is a question that has interested scientists at least since Charles Darwin kept a diary of the early language of his infant son. He observed, “Man has an instinctive tendency to speak as we see in the babble of young children.” Much has been learned since then. But today I’d like to focus on some recent studies from my lab on the acquisition of past-tense irregular verb forms in children between the ages of 18 months and two-and-a-half years. Now, you may say that this falls into the academic tradition of knowing more and more about less and less until we know everything about nothing. But I hope to convince you that by observing these baby steps into the… into… —I knew I shouldn't have had that champagne— into the word stock of a given language, we will learn crucial information about the relationship between memory and computation that is the very essence of communication.
Στην αμέσως επόμενη σκηνή τη βλέπουμε μέσα σε αυτοκίνητο να βασανίζει τη σκέψη της και να φτάνει, με ανακούφιση και πολύ προβληματισμό, στην απάντηση:
Lexicon!
Πώς να αποδόθηκε, αλήθεια, στα ελληνικά;
Ελπίζω όχι με το ψευδόφιλο «Λεξικό». Αλλά και «Λεξιλόγιο» να το είπαν, δεν πάει εύκολα ο νους του θεατή στο ότι αυτή είναι η λέξη που ξέχασε. Είναι περιορισμένη και πιο ειδικευμένη η χρήση του lexicon στα αγγλικά σε σχέση με τη χρήση του λεξιλόγιου στα ελληνικά.
(Σε πειρατικούς υπότιτλους που είδα, το έχουν απλώς παραλείψει.)