Από την Καθημερινή:
Ένα ίδρυμα «θλιβερό εξεταστικό κέντρο του τίποτα»
Του ΑΠΟΣΤΟΛΟΥ ΛΑΚΑΣΑ
Επιστολή με σκληρά λόγια κατά πανεπιστημιακών και φοιτητών από αναπληρώτρια καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Τα μέλη του Συλλόγου διδασκόντων, καταγγέλλεται, δεν ενδιαφέρονται μεταξύ πολλών άλλων, «για την ελεεινή ρύπανση, την ασύδοτη αφισοκόλληση, τα άθλια “τραπεζάκια” των “παρατάξεων” που προβάλλουν την “πραμάτεια” της χυδαιότητάς τους και της διαπλοκής τους μετατρέποντας ένα πανεπιστημιακό κτίριο σε αχούρι ανομίας και διάλυσης».
«Θλιβερό εξεταστικό κέντρο του τίποτα», έρμαιο «στην αυθαιρεσία και μακρόχρονη βία των φοιτητών», το οποίο έχει καταλήξει σε «πανεπιστημιακή Ζάκυνθο στην οποία μοιράζονται πιστοποιητικά τυφλότητας και όχι πτυχία βαθειάς γνώσης»... Πολλές είναι οι φράσεις που θα μπορούσαν να απομονωθούν από την επιστολή της αναπληρώτριας καθηγήτριας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Μαρίας Ευθυμίου, με την οποία παραιτείται από τον Σύλλογο Μελών ΔΕΠ της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Η συνεχής απαξίωση του πανεπιστημίου και οι κίνδυνοι ότι η πτώση δεν έχει βρει πάτο, οι χρόνιες αδυναμίες των διοικήσεων του Ιδρύματος, τα φαινόμενα διαπλοκής, η συντεχνιακή στάση των πανεπιστημιακών αποτυπώνονται αδρά στην επιστολή της κ. Ευθυμίου, και είναι σαν να «φωτογραφίζουν» γνώριμες καταστάσεις όχι μόνο στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και την πλειονότητα των ΑΕΙ, αλλά και ευρύτερα στην Ελλάδα...
«Ένας κακός σύλλογος»
«Οι τελευταίες αποφάσεις για παρατεταμένη απεργία και πραγματοποίηση των εξετάσεων (και, μάλιστα, εις διπλούν για όσες είχαν γίνει!) με αντίστοιχη μετάθεση κατά δεκαπενθήμερο της έναρξης των μαθημάτων, για νέο κύκλο απεργιών διαμαρτυρίας κατά του “κακού κράτους”, με έκαναν να λάβω την τελική απόφαση», εξηγεί η κ. Ευθυμίου στην επιστολή της προς το Δ.Σ. του συλλόγου, την οποία απέστειλε στα μέσα Οκτωβρίου. «Η αίσθησή μου είναι ότι είμαστε –από πολλού– ένας “κακός σύλλογος” που έχει περιχαρακώσει τους στόχους του σε ό,τι πάγιο διέλυε τη χώρα μας κατά την τελευταία τριακονταετία: ασταμάτητες απεργίες και “αγωνιστικές κινητοποιήσεις” μονίμως “αγανακτισμένων”, “αγωνιζομένων πολιτών” που εκβίαζαν ένα εκβιάσιμο κράτος, προκειμένου να επιτύχουν επιπλέον παροχές και προνόμια, γνωρίζοντας πως τούτο –για την ελεεινή πολιτική του επιβίωση, και μόνον– θα τα παραχωρούσε (με δανεικά) και, έτσι, ο “ηρωικός αγώνας των εργαζομένων” θα εύρισκε “τη δικαίωσή του”», λέει η επιστολή.
Ποιος ο ρόλος των συνδικαλιστών (όχι μόνο στα ΑΕΙ); Πόσο έχουν συμβάλει με τις θέσεις τους στη διαμόρφωση ουσιαστικής πολιτικής; Φταίει μόνο το κράτος με τους προσχηματικούς δημόσιους διαλόγους που οργανώνει; «Κεντρικός στόχος του Συλλόγου είναι οι “αγανακτισμένες απεργίες” της κασέτας» λέει η κ. Ευθυμίου. Και συνεχίζει: «Με τα ίδια λόγια. Το ίδιο ύφος. Τις ίδιες μεγαλοστομίες. Την ίδια στιγμή που εξασφαλίζονταν –εξίσου “ηρωικά” και περίτεχνα– να μην περικοπεί ο μισθός μας κατά τις περιόδους μακρόσυρτων απεργιών. Η εύρυθμη λειτουργία, η πληρότητα και απαιτητικότητα των μαθημάτων, η επαρκής εκπαίδευση των φοιτητών, η σοβαρότητα της δουλειάς τους και της δουλειάς μας, η αξιοπρέπεια της δουλειάς μας δεν έχει απασχολήσει τον Σύλλογο. Αντιθέτως, όλα τα παραπάνω βλάπτονταν και βλάπτονται καίρια με τις τακτικές απεργίες. Οι οποίες, σε συνδυασμό με τις, εξίσου τακτικές καταλήψεις “φοιτητών” διαλύουν σταθερά κάθε κανονικότητα του εκπαιδευτικού έργου, απορρυθμίζουν το πρόγραμμα και μετατρέπουν το πανεπιστήμιο σε θλιβερό εξεταστικό κέντρο του τίποτα».
Κούφια λόγια, λοιπόν, τα περί προσπάθειας αναβάθμισης του ακαδημαϊκού έργου: «Αν ο Σύλλογος είχε αγωνία για το μαθησιακό περιβάλλον –συνεχίζει η κ. Ευθυμίου– και για την αξιοπρέπεια της εργασίας των μελών του θα είχε, προ πολλών ετών, αντιδράσει για την κατάχρηση δικαιωμάτων εκ μέρους μερίδας φοιτητών, για τη βία ενάντια σε καθηγητές και όργανα διοίκησης, για την κατάληψη και χρήση χώρων της Σχολής από “φοιτητικές παρατάξεις” (οι οποίες έχουν, εντέχνως και για ιδιοτελείς στόχους διαπλοκής, υποκαταστήσει τους αντιπροσωπευτικούς Φοιτητικούς Συλλόγους και την ΕΦΕΕ), για την κατάληψη και χρήση από ύποπτα στοιχεία χώρων διδασκαλίας, για τις φοιτητικές εκλογές που ακυρώνουν πολλές και πολύτιμες ημέρες μαθημάτων, για τις καταστροφές και τους βανδαλισμούς που έχουν γίνει κανονικότητα, για την καθημερινή έκθεση φοιτητών, διοικητικών και διδασκόντων στο κοινό έγκλημα με μεγαλύτερες ή μικρότερες κλοπές, για την ελεεινή ρύπανση, την ασύδοτη αφισοκόλληση, τα άθλια “τραπεζάκια” των “παρατάξεων” που προβάλλουν την “πραμάτεια” της χυδαιότητάς τους και της διαπλοκής τους μετατρέποντας ένα πανεπιστημιακό κτίριο σε αχούρι ανομίας και διάλυσης».
Ουδείς άμοιρος ευθυνών. «Πρυτάνεις, Σύγκλητοι, Κοσμήτορες, Τμήματα, Επόπτες Κτιρίων ανέχθηκαν –και τελικά εξέθρεψαν και νομιμοποίησαν με την αβουλία τους (στην καλύτερη περίπτωση)– τα παραπάνω, όλα αυτά τα 30 χρόνια», λέει η κ. Ευθυμίου. Και καταλήγει: «Αν ο Σύλλογος είχε αγωνία για το μαθησιακό περιβάλλον της Σχολής και για την αξιοπρέπεια της εργασίας των μελών του θα είχε, προ πολλών ετών, σθεναρά δράσει και συντονίσει τις ενέργειές του για να αντιμετωπιστεί ο ευτελισμός των εξετάσεων από τις αντιγραφές και ο εξευτελισμός της δουλειάς των διδασκόντων από τους ανήκουστους αριθμούς (όλο και πιο αμαθών) εισακτέων και από τη μη διαγραφή των “αιωνίων φοιτητών”. Και, φυσικά, θα αντιμετώπιζε την ανισότητα εργασίας σε μία Σχολή όπου κάποιοι δουλεύουν ελάχιστα, την ώρα που άλλοι, σαν τον Ατλαντα, προσπαθούν, με φόρτο εργασίας απερίγραπτο, να καλύψουν την επιτηδειότητα των μη εργαζομένων συναδέλφων τους. Οι οποίοι μη εργαζόμενοι συνάδελφοι είναι -καθόλου τυχαία- πρώτοι ανάμεσα σ’ εκείνους που δίδουν προβιβάσιμους βαθμούς σε γραπτά βαρύτατης αμάθειας (γλωσσικής και ουσιαστικής), κινδυνεύοντας να μετατρέψουν τα πτυχία της Σχολής –όπως έχει συμβεί σε περιφερειακά πανεπιστημιακά τμήματα– σε ένα είδος πανεπιστημιακής Ζακύνθου στην οποία μοιράζονται “πιστοποιητικά τυφλότητας” και όχι πτυχία βαθειάς γνώσης και ουσιαστικής, επιστημονικής μάθησης».