Νεολογισμοί (Neologisms)

nickel

Administrator
Staff member
Νομίζω ότι τους θυματοποιούν οι κτηνιατρικές υπηρεσίες του κράτους (ή αυτό λένε με έμμεσο τρόπο).
 

bernardina

Moderator
Φωτοβομβίδα = η υψηλή τέχνη του να καταστρέφεις τη φωτογραφία ανθρώπων που ποζάρουν με το να κάνεις κάτι αστείο, γελοίο, εξωφρενικό, πίσω τους όταν δεν βλέπουν ή όταν δεν προλαβαίνουν ν’ αντιδράσουν. Κάποιες φορές γίνεται άθελά μας, κάποιες άλλες γίνεται εσκεμμένα.

Από το photobomb

Εδώ μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα (κατάλληλα και για ιππολογισμούς)
 

nickel

Administrator
Staff member
Η σελίδα όπου μας έστειλες μού θυμίζει έναν νεολογισμό που φαίνεται να διαδίδεται και στην Ελλάδα:

μπαζίνγκα επιφώνημα σ' την έφερα!
(Από το bazinga! που λέει ο Σέλντον, ένας από τους πρωταγωνιστές του αμερικάνικου σίριαλ Big Bang Theory, συνώνυμο τού Gotcha!)


http://www.urbandictionary.com/define.php?term=bazinga


Συλλογή από τα Μπαζίνγκα του Σέλντον.

 

nickel

Administrator
Staff member
τέιζερ (το) συσκευή ηλεκτρικής εκκένωσης.
[Αρχικά της φανταστικής εφεύρεσης Thomas A. Swift's Electric Rifle, από το νεανικό περιπετειώδες μυθιστόρημα του 1911 Tom Swift and His Electric Rifle.]

http://en.wikipedia.org/wiki/Taser
http://en.wikipedia.org/wiki/Taser_International
http://en.wikipedia.org/wiki/Tom_Swift_and_His_Electric_Rifle
http://www.gutenberg.org/files/3777/3777-h/3777-h.htm

Δεν πρέπει να μπερδεύουμε το τέιζερ με το τίζερ. Το τίζερ (teaser) είναι διαφημιστικό τρέιλερ.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Από το Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (ΔΕΟΝ), τ. 11 (Ακαδημία Aθηνών, Αθήνα 2012):

δεικτοδοτώ = to mark, to index
Το ΔΕΟΝ-11 δίνει παραδείγματα χρήσης από Καθημερινή και in.gr, και καταγράφει τα εξής ποσοτικά: δεικτοδοτεί 108, δεικτοδοτήσει 72, δεικτοδότησε 5.
Επίσης προσθέτει σε υποσημείωση: Αν και η χρήση του νεολογισμού «δεικτοδοτώ», μετά το 2005, περιορίζεται σε πιο ειδικά κείμενα και δεν εμφανίζεται στις υπό εξέταση εφημερίδες βάσει Google, τον προτείνουμε παράλληλα με τα ρήματα «ευρετηριάζω», «επισημειώνω» κ.ά. για την απόδοση των ξενόγλωσσων όρων indexing και marking, διότι από την έρευνά μας στις χρήσεις της λέξης προκύπτει ότι το συγκεκριμένο ρήμα παραπέμπει πιο ειδικά σε ψηφιακά τεκμήρια (όπως υπερσυνδέσμους με κείμενο, εικόνες, βίντεο, ήχο) που εντοπίζονται (δεικτοδοτώ < δείξις) στην υπερκείμενη, μη γραμμική παρουσίαση της πληροφορίας στον παγκόσμιο ιστό, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα ρήματα που παραπέμπουν σε περισσότερο στατικές έννοιες, όπως η αλφαβητική σειρά κ.ά.

Να επισημάνω επίσης πως υπάρχουν σχετικές εγγραφές και στην ΙΑΤΕ:
  • δεικτοδοτώ μια εγγραφή = to mark a record
  • δεικτοδότηση (άλλως: σήμανση) αρχείου = file marking
  • δεικτοδότηση δελτίου = card indexing
  • συντονισμένη δεικτοδότηση = correlative indexing
 

Zazula

Administrator
Staff member
Γλωσσική ερώτηση: υπάρχει λέξη προσηβεία; Αντιστοιχεί, αν θυμάμαι καλά, στα χρόνια της προεφηβείας και την έχω συναντήσει σε βιβλία ψυχολογίας, αλλά στο νέτι δεν υπάρχει πουθενά. Anyone; Ουπς, τώρα που κοιτάζω εδώ ούτε την προεφηβεία έχει. Wtf? :confused::confused:
Πρόσηβος στα αρχαία είναι αυτός που πλησιάζει την εφηβική ηλικία, δηλαδή ο προέφηβος. Προσηβεία δεν υπήρχε και η προεφηβεία είναι καθιερωμένη. Το ΛΝΕΓ έχει φτάσει στην προεφηβική ηλικία. (Και ευτυχώς που χρησιμοποιώ τα πλάγια...)

Στο τελευταίο Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (ΔΕΟΝ), πάντως (τ. 11, Αθήνα 2012), μπήκαν ο προέφηβος και ο μετέφηβος.
 

nickel

Administrator
Staff member
Ο όρος πολυχρηστικός προτείνεται από την ΕΛΕΤΟ για την απόδοση τού multi-user (multi-user environment = πολυχρηστικό περιβάλλον, multiuser system = πολυχρηστικό σύστημα), ενώ στην αγορά χρησιμοποιείται και σαν απόδοση για το multi-purpose (πολλών / πολλαπλών χρήσεων, ΕΛΕΤΟ: πολύσκοπος*). Τι λέει η Ακαδημία γι' αυτό τον όρο;


* πολύσκοπος: Πολύς κόπος χωρίς κανένα αποτέλεσμα θα έλεγα. Κάποιες εμφανίσεις της λέξης στο διαδίκτυο μάς λένε ότι η λέξη στα αρχαία σήμαινε far-seeing, που βλέπει μακριά. Οι λιγοστές σύγχρονες χρήσεις του όρου αφορούν θεσμούς κτλ με πολλούς σκοπούς.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ο όρος πολυχρηστικός προτείνεται από την ΕΛΕΤΟ για την απόδοση τού multi-user (multi-user environment = πολυχρηστικό περιβάλλον, multiuser system = πολυχρηστικό σύστημα), ενώ στην αγορά χρησιμοποιείται και σαν απόδοση για το multi-purpose (πολλών / πολλαπλών χρήσεων, ΕΛΕΤΟ: πολύσκοπος*). Τι λέει η Ακαδημία γι' αυτό τον όρο;
Στο τελευταίο Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (ΔΕΟΝ) τ. 11 (2012) δεν υπάρχει καμία από τις λέξεις (στα αγγλικά και/ή τα ελληνικά) που σ' ενδιαφέρουν. Ωστόσο στο ΔΕΟΝ 9-10 (2009), στο (όπως πάντα φιλόδοξο) τμήμα «Ξενόγλωσσοι νεολογισμοί προς αντικατάσταση» υπάρχει το πολυσυμμετοχικός για απόδοση του multiplayer. :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Από το Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (ΔΕΟΝ), τ. 11 (Ακαδημία Aθηνών, Αθήνα 2012):

τιτλοδοτώ = to entitle (ρ.μτβ.) στη σημασία "to give (something, esp. a text or work of art) a particular title"
Το ΔΕΟΝ-11 δίνει παραδείγματα χρήσης από Ριζοσπάστη, Νέα & Βήμα, και καταγράφει τα εξής ποσοτικά: τιτλοδοτεί 263, τιτλοδοτήσει 31, τιτλοδότησε 40.

Μεταφραστικά ο νεολογισμός είναι χρήσιμος (και) σε διατυπώσεις του τύπου «the song that entitled the album» κ.ο.κ.

Αυτή η «τιτλοδότηση» δεν έχει σχέση με την τιτλοδότηση στη Χημεία (=titration, για την οποία βλ. http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?9219-peak-titre).
 

Zazula

Administrator
Staff member
Από το Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (ΔΕΟΝ), τ. 11 (Ακαδημία Aθηνών, Αθήνα 2012)

υγιεινιστής, υγιεινίστρια = healthist
Το ΔΕΟΝ-11 δίνει παραδείγματα χρήσης από Καθημερινή, Ελευθεροτυπία και από Τα Νέα, και καταγράφει σχεδόν χίλιες εμφανίσεις.

Οίκοθεν νοείται ότι και healthism = υγιεινισμός (βλ. κ. http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?3921-Το-κάπνισμα&p=59047&viewfull=1#post59047).
 

pidyo

New member
Σε σχόλιο για τη λίστα Λαγκάρντ του Βαξεβάνη και το αν είναι πειραγμένη ή όχι, συνάντησα για πρώτη φορά τη λέξη μοντίφα (εκ του modification, με λήμμα στο slang.gr). Εντυπωσιάστηκα από τα χιλιάδες διαδικτυακά ευρήματα. Προφανώς πρόκειται για λέξη που συνηθιζόταν αρχικά στον μικρόκοσμο των φανατικών της μετατροπής μηχανών και εξαπλώθηκε από εκεί σε ευρύτερη χρήση.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Από τους καυλόγκαζους και τους κομπιουτεράδες έχει προέλθει και η συνώνυμη μόντα.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Κοιτούσα σήμερα κάποια άρθρα και έπεσα πάνω στην λέξη φτωχοποίηση που νομίζω πως είναι νεολογισμός. Για να πω την αλήθεια λίγο περίεργα μου ακούγεται αν και κατανοώ ότι αυτή τη στιγμή είναι σημαντικό να χρησιμοποιείται ένας όρος που να τονίζει τη διαδικασία με την οποία κομμάτια της ελληνικής κοινωνίας γίνονται φτωχότερα. Όμως δεν βρίσκω το ακριβώς αντίστοιχο (στα γαλλικά). Επιπλέον θεωρώ τον όρο φτώχεια, φτωχός πραγματικά προβληματικό όρο ( πως ορίζεται η φτώχεια, η κοινωνία χωρίζεται σε φτωχούς και πλούσιους; κλπ) αλλά αυτό μάλλον είναι μια άλλη ιστορία.

Στα γαλλικά ο πιο κοντινός όρος που χρησιμοποιείται είναι η précarité. Ωστόσο χρησιμοποιείται και η précarisation (salariale, sociale etc.) για να δείξουν πως πρόκειται για μια διαδικασία που αφορά ολόκληρη την κοινωνία και όχι μόνο κάποια κομμάτια. Στα ελληνικά συνήθως τη μεταφράζουμε επισφάλεια, αλλά σε αυτή την περίπτωση δεν αποδίδεται ακριβώς η διάσταση της διαδικασίας. Τι θα λέγατε για επισφαλειοποίηση ή πρεκαριοποίηση; Το πρεκαριοποίηση μου ακούγεται καλύτερα αλλά δεν ξέρω αν μπορεί να γίνει εύκολα κατανοητός ως νεολογισμός.

Δόξα τω Θεώ, έχουμε νήμα για το πρεκαριάτο και παλιότερη συζήτηση με την πρώτη εμφάνιση της πρεκαροποίησης. Η επισφαλειοποίηση έχει ήδη κάποιο ευρήματα, είναι και λιγότερο αδιαφανής λέξη.

Η φτωχοποίηση, για κάποιο λόγο, είναι τόσο σαφής που θα έπρεπε να υπάρχει από καιρό, δίπλα στα διαφορετικής χρήσης πτώχευση και φτώχεμα. «Λέξη» της χρονιάς των λεξικών της Οξφόρδης είναι η φράση του Εντ Μίλιμπαντ the squeezed middle, η «φτωχοποιημένη μεσαία τάξη». Δεν ξέρω αν προτιμάτε να πούμε «συμπιεσμένη», πάντως γίνεται φτωχότερη και τείνει να εξαφανιστεί. Η λέξη φτωχοποίηση μπορούμε να πούμε ότι αποδίδει το povertisation / povertization. Κάποιος λέει (το 2010) ότι είναι δική του επινόηση η λέξη, αλλά θα τη βρούμε ήδη σε πολλά βιβλία, μέχρι και την depovertization ακόμα, την αποφτωχοποίηση (π.χ. της Ινδίας).

Υπήρχαν ήδη τα
  • pauperisation/pauperization
  • impoverishment
  • impoverish
Από το γαλλικό paupérisation. Έτσι δεν είναι;

Η διαφορά (αν θεωρηθεί ότι χρειάζεται διαφορετικός όρος, πάντως τον φτιάξανε) είναι ότι με το povertisation / povertization δηλώνεται ότι κάνουμε φτωχότερο ολόκληρο τον πληθυσμό ή ομάδα του πληθυσμού, ενώ το pauperization τουλάχιστον αναφέρεται σε πλήρη εξαθλίωση. Ο τύπος που τη θέλει δικιά του τη λέξη, της δίνει και πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο:
‘Povertisation’ is the word I’ve coined for the process of the traditional political ‘business model’ of high taxation, leading to loss of jobs, leading to cuts in welfare and so deprivation of those stuck in the dependency cycle. I define it as the ‘act of reducing the wealth of the population’.
Στα βιβλία που κοιτάω, όλο ορισμούς με το impoverished / impoverishment βλέπω.

Και impoverization.
Π.χ. The deliberate impoverization and pauperization of the populace.

Πολύ ωραία. Ένας ακόμα νεολογισμός, αυτός και πιο λογικός. Παρότι βρήκα και βιβλίο του 1847 να γράφει για universal impoverization, ο όρος φαίνεται να έχει μεγάλη διάδοση τη δεκαετία του 1990. Αλλά στα λεξικά δεν έχει μπει ακόμα. Τελικά, από το πτωχός μπορεί να μην έχουν φτιάξει -ποίηση (διότι έχουν φτιάξει ptochology, ptochogony και ptochocracy), αλλά το pauper το περιποιήθηκαν κανονικά.

Ο νεολογισμός φτωχοποίηση πλέον και επίσημα στο Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών (ΔΕΟΝ), τ. 11 (Ακαδημία Aθηνών, Αθήνα 2012).
 

pidyo

New member
(Αν δεν είναι το κατάλληλο νήμα, ας μεταφερθεί).

Παρότι δεν έχει ακόμη λεξικογραφηθεί σε όλα τα λεξικα, ο όρος ιδιωτικότητα ως απόδοση του privacy είναι πλέον τόσο συνηθισμένος –και τόσο φαινομενικά αυτονόητος– που πολλοί νέοι μπορεί να νομίζουν πως υπήρχε ανέκαθεν. Δεν είναι ακριβώς έτσι. Θυμάμαι χαρακτηριστικά πόσο είχα παιδευτεί όταν έπρεπε να χρησιμοποιήσω σε ένα κείμενο αμέτρητες φορές τον όρο privacy. Ήξερα τη λέξη ιδιωτικότητα, αλλά δεν ήταν σε καμιά περίπτωση καθιερωμένος όρος.

Πριν από λίγο έπεσα τυχαία σε ένα άρθρο στο Βήμα που επιβεβαιώνει την ανάμνησή μου. Το 1997, ο Μπαμπινιώτης εξηγεί πως δεν υπάρχει λέξη για το privacy στα ελληνικά και προτείνει τον μη καθιερωμένο –τότε– όρο ιδιωτικότητα.

(Αλήθεια, λήμμα για ληξιαρχείο λέξεων δεν υπάρχει;)
 

nickel

Administrator
Staff member
(Αλήθεια, λήμμα για ληξιαρχείο λέξεων δεν υπάρχει;)
Αν εννοείς νήμα, αυτό εδώ είναι προς το παρόν το νήμα μας για τους νεολογισμούς. Κατά κανόνα, καταγράφουμε την ύπαρξή τους. Δεν είναι εύκολο πάντα να έχουμε και ληξιαρχική πράξη γέννησης. Αυτό είναι δουλειά όσων συγκεντρώνουν ικανοποιητικά σώματα κειμένων.

Η ιδιωτικότητα είναι από τις αγαπημένες μου λέξεις και την παρακολουθώ από γεννησιμιού της από τα γεννοφάσκια της.
 

Zazula

Administrator
Staff member
H ιδιωτικότητα πάντως λεξικογραφείται στο ΛΝΕΓ (2012) και δίνεται πρώτη χρονολογία εμφάνισής της το 1851 (πράγμα που σημαίνει πως υπάρχει στον Κουμανούδη).
 
Top