Δόκτορα, δυο σημεία διαφωνίας κι ένα σημείο παράδοξης συμφωνίας που καταλήγει σε διαφορετική οπτική:
Το σημαντικότερο πρόβλημα στα μάτια μου είναι βέβαια, πως αν τραβήξεις ένα τεράστιο κανόνι σε οποιονδήποτε, στην καλύτερη περίπτωση ο άλλος θα σε φτύσει και δεν θα σου ξαναμιλήσει (στη χειρότερη θα βάλει εισπρακτικές εταιρείες, φουσκωτούς κλπ, για να εισπράξει ό,τι μπορεί, τα ξέρουμε) και θα πρέπει να είναι πραγματικά πολύτιμο και μοναδικό αυτό που του πουλάς για να ξεχάσει ότι έβαλες μονομερώς το χέρι στην τσέπη του και του έφαγες στην ψύχρα αυτά που είχες συμφωνήσει να του τα επιστρέψεις, έστω στο μακρινό μέλλον.
Δεν ισχύει σε όλα τα συμφραζόμενα αυτό. Η χρεοκοπία είναι εγγενές κομμάτι του συνήθους οικονομικού γίγνεσθαι και οι αγορές δεν λειτουργούν ποτέ τιμωρητικά· λειτουργούν, ως όφειλαν, με αποκλειστικό γνώμονα το κέρδος. Αν πάλι εννοείς την πολιτική και θεσμική μας σχέση με τους εταίρους, τότε η συζήτηση παύει να είναι απλή, γιατί γίνεται πολιτική, καθώς εμπλέκεται το ευρύτερο ζήτημα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και της ευρωπαϊκής θεσμικής δομής, και όχι μόνο το ζήτημα της ευρωπαϊκής νομιμοφροσύνης.
Και επειδή μου αρέσει να μιλάω και με αριθμούς, ας συνειδητοποιήσουμε ότι ακόμη και αν αποφασίζαμε μονομερώς να μην ξαναπληρώσουμε δεκάρα από τα χρέη μας, αρκεί μια «πολιτική απόφαση» της αναγκαστικά υπόλοιπης Ευρώπης και μια τηλεφωνική συνδιάσκεψη της ΕΚΤ για να κόψει ισόποσο χρήμα (ή να στρέψει προς συγκεκριμένους παραλήπτες το ανάλογο ποσοστό του μπαζούκας του 1 τρις του Ντράγκι). Αυτή είναι η «μεγάλη και φοβερή ζημιά» που θα τους κάνουμε και την οποία «τρέμουν».
Εδώ διαφωνώ τελείως. Εμένα δεν μου αρέσει να μιλάω με αριθμούς, γιατί δεν τους καταλαβαίνω καλά, αλλά το «σιγά τη ζημιά που θα πάθουν» είναι κομμάτι ενός συγκυριακού αφηγήματος, διαπραγματευτικής κυρίως υφής, το οποίο διαψεύδεται καθημερινά από τις αγωνιώδεις και αυστηρές εκκλήσεις για λύση, ακόμη και από μη άμεσα εμπλεκόμενους (όπως οι ΗΠΑ), από τις αναλύσεις εκατοντάδων αναλυτών κάθε άλλο παρά ύποπτων για συριζαϊσμό (π.χ.
Βολφ), από την ομολογία θεσμικών παραγόντων της ευρωζώνης (που παραδέχονται sotto voce αλλά ανοιχτά και επισήμως ότι θα η Ευρώπη θα έμπαινε σε αχαρτογράφητες περιοχές), από τα ίδια τα οικονομικά δεδομένα (δες το επικίνδυνο σκαρφάλωμα των σπρεντ Ιταλίας, Ισπανίας, Πορτογαλίας τις τελευταίες μέρες). Δεν έχω καμιά αμφιβολία ότι η δική μας ζημιά θα είναι (τουλάχιστον για ένα χρονικό διάστημα) μεγαλύτερη από την ευρωπαϊκή, αλλά μου είναι εξίσου προφανές ότι και η δεύτερη θα ήταν υπαρκτή και, κυρίως, απρόβλεπτη, γεγονός που στη σημερινή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας είναι πιο επικίνδυνο.
Με άλλα λόγια, σε κάποιο σημείο, το πολιτικό κόστος για όλο το τρέχον εγχείρημα της ΕΕ (δηλαδή την επιβίωση ολόκληρης της περιοχής στο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον ύστερα από 20, 30, 40 χρόνια) γίνεται μεγαλύτερο από το οικονομικό. Διαφορετικά, καμία ευρωπαϊκή κυβέρνηση δεν θα μπορεί να σταθεί μελλοντικά στο εσωτερικό της αν δεν έχει απόλυτα διεκδικητική πολιτική από τους «Ευρωπαίους» και η ευρωπαϊκή πολυφωνία, οι εγωισμοί και οι εθνικοί λεονταρισμοί δεν θα χρειαστούν πολύ χρόνο μέχρι να τινάξουν ξανά ολόκληρη την «ήπειρό» μας --αυτή τη μικρή ασιατική χερσόνησο-- στον αέρα.
Ωραία, εδώ συμφωνούμε. Αυτό ταιριάζει απολύτως με το βασικό μου σενάριο ότι και για τις δύο πλευρές η μη λύση (τουλάχιστον έως το παρά ένα) είναι αποτέλεσμα πολιτικών κυρίως παρά λογιστικών υπολογισμών. Αυτό όμως έρχεται σε αντίθεση με το άλλο κυρίαρχο αφήγημα, εκείνο των Ελλήνων που δεν φτιάχνουν ένα excel της προκοπής. Το αφήγημα αυτό δεν το καταλαβαίνω από την πρώτη στιγμή και κυρίως δεν το καταλαβαίνω μετά τις 20 Φεβρουαρίου και τα ευρωπαϊκά πανηγύρια για το θεσμικό πατσαβούρι, της συμφωνίας εκείνης (παράταση, 'νταξ' μωρέ θα τα βρούμε, κάπως, με κάποια κριτήρια, την ευελιξία των οποίων θα ορίσουμε στο μέλλον -ασόβαρα πράγματα).