Έψαξα και βρήκα:
Αγκινάρι ή ακινάρι (ή τζινάρι): ραβδί που καταλήγει σε διχάλα ή σε αγκίστρι. Απαραίτητο σύνεργο των ψαράδων.
http://filologia-evdilos.blogspot.com/2018/04/blog-post_23.html
Στον Πάπυρο:
άγκινας, ο και αγκινάρι, το
1. τσιγκέλι, αρπάγη, άγκιστρο
2. το κυρτό πάνω άκρο τού αδραχτιού.