δι- 1 [δi] & δί- [δí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: 1. έχει δύο από τα στοιχεία που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό· (πρβ. δυ-): δίκροκος, δικοτυλήδονος, διμερής, διμέτωπος, δίμορφος...