Στο ΛΝΕΓ (06) που έχω, λέει:
ανάσχεση (η) {-ης κ. -έσεως | -έσεις, -έσεων} (λόγ.) η παροδική ή μόνιμη διακοπή (ροής, κίνησης) ως αποτέλεσμα συγκεκριμένων ενεργειών: ~ τής αιμορραγίας || η ~ τής εχθρικής επίθεσης ΣΥΝ. σταμάτημα, αναχαίτιση, συγκράτηση. — ανασχετικός, -ή, -ό [μτγν.], ανασχετικ-ά...