According to the Liddell Scott dictionary :
λᾰγών: -όνος, ἡ : 1. κοίλο μέρος του σώματος κάτω από τα πλευρά, κοινώς «λαγόνι», στον πληθ. λαγόνες.
But in later usage also, more generally: 2. μεταφ. κάθε κοιλότητα.
Λαγόνι, or λαγγόνι, applied to the coastline of an island, means a narrow bay...