Εντελώς πρακτικά, άμεσο αντικείμενο είναι αυτό που απαντάει στην ερώτηση "ποιον;" ή "τι;". Έχει μεγάλη σημασία να μην ξεχνάμε ότι είναι εκείνο στο οποίο διοχετεύεται άμεσα η ενέργεια του ρήματος, άρα η σημασία του ρήματος είναι καθοριστική. Με άλλα λόγια, καλό είναι να βλέπουμε το δάσος (τη φράση), αλλά ας μην παραμελούμε το κεντρικό δέντρο (το ρήμα). Στις περισσότερες περιπτώσεις με δύο μη εμπρόθετα αντικείμενα, αυτό αρκεί.
Στο "Ταΐζω τη Σόνια ψάρια", αρκεί να σκεφτούμε ότι "ταΐζω ψάρια" σημαίνει ότι δίνω τροφή στα κακόμοιρα τα ψαράκια, ενώ εδώ την τροφή τη δίνουμε στη Σόνια. Στο "Γέμισα τον κάδο χαρτιά", είναι σαφές ότι γεμίζουμε τον κάδο, δεν γεμίζουμε τα χαρτιά (=δεν φτιάχνουμε χαρτιά γεμιστά). Στην περίπτωση αυτή, το δυσκολάκι θα ήταν όταν, από την πολλή γραφειοκρατία, θα πούμε "Γέμισα χαρτιά". Εδώ η ενέργεια του ρήματος επιστρέφει στο υποκείμενο: πρόκειται για μέση διάθεση του ρήματος και δεν υπάρχει κανένα αντικείμενο. Εδώ το "χαρτιά" (που θα μπορούσε να είναι "με/από χαρτιά") είναι επιρρηματικός προσδιορισμός, όχι αντικείμενο.
Η πραγματική δυσκολία βρίσκεται στη φράση "Φύτεψα τον κήπο καρότα". Λογικό είναι να σκεφτούμε ότι φυτεύουμε μάλλον τα καρότα παρά τον κήπο, αλλά η σύνταξη έχει και το τυπικό της σκέλος. Άπαξ και είπαμε "φύτεψα τον κήπο", θεωρούμε τον κήπο άμεσο αντικείμενο, όσο κι αν μια τέτοια χρήση είναι συζητήσιμη. Ακριβώς όπως θα λέγαμε "Γέμισα τον κήπο καρότα". Η άλλη σημασία μπορεί να εκφραστεί μόνο εμπρόθετα: "στον κήπο". Ίσως είναι ζήτημα γλωσσικού αισθητηρίου, αν και υποπτεύομαι ότι παίζει ρόλο η χρήση του μη εμπρόθετου οριστικού άρθρου. Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να πούμε "Φύτεψα τον κήπο τα καρότα", ενώ, αν ήμασταν πολύ μάγκες και μας ρωτούσαν τι κάναμε εκείνα τα αναθεματισμένα καρότα που είχαμε για φύτεμα και απαντούσαμε (κατά το "πάμε πλατεία") "Τα φύτεψα κήπο τα καρότα", άμεσο αντικείμενο θα ήταν τα καρότα.