Υπάρχουν κανόνες ως προς το πότε προφέρεται b, πότε mp και πότε mb.
Εκπλήσσομαι με τη σιγουριά με την οποία διατυπώνεται η πρόταση. Μέχρι τώρα νόμιζα ότι αυτό ήταν ένα από τα βασικότερα σημεία σύγχυσης της σημερινής ορθογραφίας της νέας ελληνικής, μια αληθινή πληγή. Έκανα λάθος;
Τι να σου πω, στο σχολείο μάς μάθαιναν ... Αυτόν τον κανόνα ήξερα, με αυτόν προφέρω. Βασικά μ' αυτόν ακούω να προφέρουν όλοι, γύρω μου.
Ώστε υπάρχει ο μαγικός κανόνας που λύνει όλα τα προβλήματα! Και πώς δεν το είδαν οι μελετητές της γλώσσας; Γιατί κατατρίβονται σε επισημάνσεις και αναλύσεις;
Γιατί να χαλάει τη ζαχαρένια του ένας Γεώργιος Χατζιδάκις από τα 1913 και να επισημαίνει:
Πρώτον τα μέσα b, d, g δεν εκφωνούμεν πάντες οι Έλληνες ομοίως, αλλ’ άλλοι μεν, ως λ.χ. οι Κρήτες, οι Μακεδόνες καί τινες νησιώται, εκφωνούσιν αυτά κάλλιστα, άνευ τινός ερρίνου, άλλοι δε, οίον οι Πελοποννήσιοι, δεν δύνανται τούτο, αν μη προτάξωσιν αυτών έρρινόν τι, οίον nd, ng, mb. Φυσικόν άρα ήδη εκ των προτέρων φαίνεται ότι άλλοι άλλως τα μέσα [ενν. σύμφωνα] εν τοις εχούσαις ταύτα λέξεσιν οφείλομεν να διαθέτωμεν.
Έπειτα αι λέξεις και δη και οι μετ’ αυτών φθόγγοι ούτοι εισήλθον και κατά τον μέσον αιώνα και κατά τους νεώτερους χρόνους εις την γλώσσαν ημών. Λοιπόν εκτός της τοπικής δυνατόν και η χρονική διαφορά να έχη συντελέσει εις την ποικιλίαν και ανωμαλίαν ταύτην.
Τρίτον η κατ’ ανομοίωσιν μεταβολή των φθόγγων αύτη ευρίσκεται σήμερον εν τη αναπτύξει αυτής· εντεύθεν τούτο μεν η παρατηρηθείσα ανωτέρω ποικιλία πολλών λέξεων αρχομένων άμα από του μπ, ντ και από του απλού π, τ, τούτο δε η ασθενής και ασαφής κατ’ αλήθειαν προφορά των τοιούτων συμφωνικών συμπλεγμάτων, όταν μετ’ αυτά ακολουθώσιν ομοίως ηχηρά σύμφωνα, ασθένεια και ασάφεια άγνωστος εν αις λέξεσιν τοιούτος όρος ελλείπει …
Πρόσθες τούτοις τέταρτον ότι οι αδυνατούντες να εκφωνήσωσι τα μέσα b, d, g δεν δύνανται ως εικός και να ακούσωσιν αυτά σαφώς παρά των ξένων εκφωνούμενα· εντεύθεν υποκαθιστώσιν ή τα άηχα ή τα ηχηρά μετά των αναλόγων ερρίνων. Και τέλος ότι πολλαί ξέναι λέξεις μετά του b ή d εν αρχή γινώσκονται ημίν ουχί διά της προφοράς άλλα διά της γραπτής γλώσσης και ότι ταύτας ημείς μανθάνομεν ν’ αναγινώσκωμεν όπως βλέπομεν γεγραμμένας· ούτως άρα εισέρχονται εις την γλώσσαν ημών οσημέραι εκ νέου οι φθόγγοι μπ, ντ ή b, d, και εντεύθεν γεννάται άλλη ποικιλία και ανωμαλία. Ούτοι φαίνονταί μοι οι λόγοι ών ένεκα επικρατεί παρ’ ημίν σήμερον τοιαύτη τούτων φωνητική ανωμαλία, πιθανόν δε συν τω χρόνω πάντα ταύτα να απλοποιηθώσι και να επικρατήση ομαλότης.
Γ. Ν. Χατζιδάκις. «Πάγκειον και τα όμοια». Επιστημονική Επετηρίς Πανεπιστημίου Αθηνών 9 (1913), σ. 52-55.
Πώς αφήνονται περνώντας τα χρόνια να βυθίζονται όλο και πιο πολύ στο πρόβλημα; Τι δεν πρόσεξε έναν αιώνα μετά τον Χατζιδάκι η νεότερη έρευνα, που επιμένει να επισημαίνει το φαινόμενο της προϊούσας απερρίνωσης των μέσων συμφώνων;
Απερρίνωση των μέσων ηχηρών φθόγγων /b, d, g/
Τελευταία διαπιστώνεται στην κοινή νεοελληνική (αθηναϊκού τύπου) τάση για απερρίνωση των b, d, g, και σε μεσοφωνηεντική θέση. Π.χ. σαράντα |saràda|, ενώ διφορείται το πέντε: |pέndε| και |pέnde|). Το φαινόμενο της απερρίνωσης αποτελεί κανόνα σε πολλές διαλέκτους και τοπικά ιδιώματα (νησιά του Αιγαίου Πελάγους, Κρήτη, περιοχές της Μακεδονίας, Θεσσαλίας και Θράκης, Ζάκυνθος και αλλού [βλ. τον χάρτη μεταξύ των σελ. 80 και 81 της Νεοελληνικής Γραμματικής (Ιστορική Εισαγωγή) του Μαν. Τριανταφυλλίδη]. Έτσι για παράδειγμα οι κοινές λέξεις αμπέλι, άντρας, αγκαλιά στα μέρη αυτά ακουγόταν και ακούγεται |abέli|, |ádras|, |agaλá|.
Στην κοινή νεοελληνική σήμερα η τάση αυτή προς απερρίνωση δεν παρατηρείται μόνο σε καθαρά δημοτικές λέξεις, αλλά επεκτείνεται και σε λόγιες, πράγμα που ξενίζει τους πολλούς. Π.χ. οι λέξεις εκπομπή, αντοχή κ.ά. ακούγονται ως |ekpobí|, |adoçí|.
Μαρία Κολομβοτσάκη. «Φωνολογικά φαινόμενα σε εξέλιξη στην κοινή νεοελληνική». Παρνασσός 50 (2008), σ. 199-208.