Από πότε η τσιγκουνιά έγινε μαγκιά;
Ότι η υπερβολή είναι γραμμένη στο γενετικό κώδικα της διαφήμισης το γνωρίζαμε από καιρό. Μόνο μ’ αυτήν σαν εργαλείο μπορείς να πείσεις ότι το
δικό σου προϊόν είναι το
μόνο άριστο και ότι
όλα τα άλλα ανταγωνιστικά είναι
κατώτερα. Λίγο λίγο συνηθίσαμε τον παραμορφωτικό καθρέφτη που μας προβάλλει και δεν αντιδράμε. Της το συγχωρούμε γιατί μας διασκεδάζει, γιατί λογοπλάθει παιχνιδιάρικα κι αυτή και τραβάει στα άκρα τις δυνατότητες της γλώσσας (θυμηθείτε το «λευκότερο λευκό»). Αλλά μπορεί το ύφος της να γίνει και θρασύ, προκλητικό («οι ξύπνιοι οδηγούν Ρενώ», δηλαδή όποιος δεν οδηγεί Ρενώ είναι βλάκας), εκβιαστικό ή στυγνά τρομοκρατικό. Υπερβολή την υπερβολή φτάσαμε στην πλήρη αντιστροφή.
Η τσιγκουνιά είναι μαγκιά.
Δεν νομίζω να άλλαξε ο κόσμος γύρω μου και να μην ισχύουν κάποιες παλιές ιεραρχίες αξιών. Ανοίγω το λεξικό και βεβαιώνομαι ότι:
τσιγκούνης είναι
αυτός που αγαπά υπερβολικά, σχεδόν παθολογικά, τα χρήματα και στερείται συχνά πραγμάτων που έχει ανάγκη ή επιθυμεί, για να μην ξοδεύει χρήματα (ΛΝΕΓ). Απ’όσο θυμάμαι αυτό θεωρείται ελάττωμα. Η μαγκιά πάλι θεωρείται άρρηκτα συνδεδεμένη με υψηλό επίπεδο προσωπικής τιμής και αξιοπρέπειας, ιδιότητα που κερδίζεται με πράξεις γενναιότητας και συνεπή συμπεριφορά, χωρίς υπολογισμό κέρδους και χωρίς δισταγμό μπροστά σε ενδεχόμενες βλαβερές συνέπειες.
Στα διαδικτυακά μου ευρήματα
κάποιος δίνει ένα κατάλογο χαρακτηριστικών από τον οποίο αποσπώ αυτό που με ενδιαφέρει:
«Μαγκιά είναι να είσαι ανοιχτοχέρης χωρίς να είσαι σπάταλος, γενναιόδωρος δίχως να πιάνεσαι κορόιδο από επιτήδειους τρακαδόρους».
Κι ένας
άλλος συνεξετάζει τη μαγκιά με το φιλότιμο (άλλη πολύπαθη έννοια).