Το September (2013), της Πένης Παναγιωτοπούλου, παρουσιάζει μια μοναχική νέα γυναίκα που έχει χοντρό δέσιμο με το σκύλο της. Παράλληλα έχει μια μικρή σχέση με τη στάνταρ εικόνα της ευτυχίας, δηλ. με μια οικογένεια με δυο παιδιά. Όταν χάνει το σκύλο της από αρρώστεια, αρχίζει και πλευρίζει την οικογένεια αυτή μέσω της συζύγου/μητέρας και των παιδιών. Ο σύζυγος/πατέρας αντιδρά, τη θεωρεί προβληματική, μη νορμάλ. Η μάνα τη ρωτά "γιατί δεν παίρνεις άλλο σκύλο;" Η γυναίκα απαντά "τι είπες;" Η μάνα λέει "τίποτα". Με την αύξηση του κολλήματος, προκαλείται ένταση ανάμεσα στο ζευγάρι. Η μόνη γυναίκα αυξάνει την πίεση, που γίνεται σχεδόν εκβιαστική και επικίνδυνη για τα παιδιά. Επέρχεται η ρήξη, και η γυναίκα πετάει πέτρες στον τοίχο της οικογενειακής εστίας, στο κάστρο της ευτυχίας που τελικά την απέρριψε. Άντρα δεν έχει, ούτε ψάχνει. Φεύγει για Σαλαμίνα, στο λεωφορείο ένας μεγαλύτερός της της ανοίγει κουβέντα, αυτή δεν ανταποκρίνεται. Κοιμάται με υπνόσακο στην παραλία και το άλλο πρωί ένα σκυλί την ξυπνά και της κάνει χάδια. Σηκώνεται και αρχίζει να παίζει με τον καινούργιο της σκύλο. Αυλαία.
Μολονότι οι διάλογοι είναι προσεγμένοι, η ταινία δεν απογειώνεται, γιατί δεν απαντήθηκε το ερώτημα "γιατί δεν παίρνεις άλλο σκύλο;" στην αρχή της ταινίας, παρά με ένα "τι είπες; -τίποτα". Κουφό αυτό σαν διάλογος. Γιατί η μάνα δεν επέμεινε στο ερώτημά της; Μιάμιση ώρα ψυχόδραμα για να βρει η γυναίκα έναν άλλο σκύλο, λύση που της είχε προταθεί στην αρχή της ταινίας χωρίς να συζητηθεί ποτέ; Εντάξει, υπάρχει η διαφορά ότι τον πρώτο σκύλο θα τον έπαιρνε αμέσως, ψυχρά, χωρίς την απαραίτητη περίοδο πένθους, ενώ αυτός που βρίσκει τελικά έρχεται στο τέλος, μετά το βάσανο με την οικογένεια, μετά το βαρύ πένθος, και έρχεται τυχαία, όχι ψυχρά ως αντικαταστάτης του προηγούμενου· αλλά και πάλι... Επίσης, το γεγονός ότι η γυναίκα δεν ψάχνει γι' άντρα καθιστά την περίπτωσή της ψιλοπεριθωριακή (είναι νέα, εμφανίσιμη, υγιής και αρτιμελής), και άρα περισσότερο βλέπουμε μια δύσκολη ψυχολογική περίπτωση παρά ένα πανανθρώπινο δράμα.
Η Μανία (1985) του Γιώργου Πανουσόπουλου εμπνέεται από τις Βάκχες του Ευριπίδη. Έχει τα εξής αξιοσημείωτα: είναι γυρισμένη σχεδόν αποκλειστικά μέσα στον Εθνικό Κήπο της Αθήνας (και μάλιστα με νυχτερινές λήψεις με περιπολικά και απελευθερωμένα ζώα να τρέχουν) και έχει ωραία μουσική του Νίκου Ξυδάκη με καλούς μουσικούς. Ως εκεί, όμως.
Ο Μανάβης (2014) του Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου πολύ μου άρεσε. Είναι ένα ντοκιμαντέρ για ένα μανάβη και τη γυναίκα του (εμφανίζονται σε στιγμές και άλλοι) που κάνει μια φορά την εβδομάδα περιοδεία στα χωριά της Θεσσαλικής Πίνδου, στην περιοχή Πύλης. Τους παρακολουθεί επί ένα χρόνο-και, κάθε εποχή και ενότητα της ταινίας. Δεν πουλάνε μόνο τη μαναβική τους παρά επισκευάζουν συσκευές γκαζιού, παίρνουν την πίεση, λειτουργούν ως διάμεσοι ανάμεσα στην πόλη και στα χωριά. Τα χωριά έρημα, με γέρους μόνο και γριές, αλλά το καλοκαίρι γεμίζουν κόσμο, οικογένειες, πιτσιρίκια κλπ. Στην ταινία παρελαύνουν λογής-λογής φάτσες του χωριού, το αποτέλεσμα είναι πολύ καλό, με χιούμορ, με πορτρέτα, με θλίψη για την εγκατάλειψη και τα γηρατειά αλλά και με εγκαρτέρηση ότι η ζωή πρέπει να συνεχιστεί και θα συνεχιστεί. Ένας από τους χωριανούς τραγουδάει α καπέλλα δυο δημοτικά, πολύ ωραία.
Το Να μ’ αγαπάς (2002) του Αντρέα Θωμόπουλου είναι «αφιερωμένο στον Παύλο» (ένας είναι ο Παύλος) και είχε κάκιστη ηχοληψία (λογαριάστε όμως ότι είμαι βαρήκουος). Είναι μια μυθοποιητική προσπάθεια, δεν ξέρω τι νόημα έχει κάτι τέτοιο. Δεν έφυγα πιο σοφός, και νομίζω αρκούν τα τραγούδια του και χωρίς την ταινία, γιατί η ταινία δεν προσφέρει κάτι καινούργιο, φαίνεται όμως να είναι καρπός αγάπης για τον «Πρίγκιπα».
Το καναρινί ποδήλατο (1999) του Δημήτρη Σταύρακα (βραβείο καλύτερης ταινίας και α’ αντρικού ρόλου στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, Χρυσή Πεταλούδα στο Φεστιβάλ Ταινιών για Παιδιά και Νέους Ενήλικες του Ισπαχάν) είναι μια συγκινητική ιστορία ενός δασκάλου της 6ης τάξης δημοτικού που προσπαθεί να βοηθήσει ένα αγόρι που ακόμα δεν ξέρει να διαβάζει ούτε να κάνει πράξεις. Όλοι, ακόμα και οι γονείς του, θεωρούν ότι απλά δεν παίρνει τα γράμματα. Όμως το παιδί δεν είναι χαζό: έχει συναρμολογήσει μόνο του ένα κανονικό (καναρινί) ποδήλατο. Ο δάσκαλος έρχεται σε σύγκρουση με τον διευθυντή του σχολείου όταν αποφασίζει να το χρίσει ταμία μιας σχολικής έκθεσης βιβλίου. Ο διευθυντής και οι άλλοι δάσκαλοι (που τους βλέπουμε ελάχιστα) θεωρούν ότι τους κάνει έμμεσα κριτική, ότι δεν προσπάθησαν αρκετά με το παιδί. Το παιδί βελτιώνεται αργά αλλά σταθερά, τα βγάζει πέρα ως ταμίας, αλλά μια μέρα που ο δάσκαλος απουσιάζει λόγω ασθένειας ο αντικαταστάτης του δασκάλου το ξεμπροστιάζει και το παιδί ξανακυλάει. Οπότε το σκάει και καταφεύγει στο χωριό των διακοπών του, στον μοναχικό του παράδεισο, εκεί όπου έφτιαξε και το ποδήλατό του και όπου ψαρεύει μακάριο. Ο δάσκαλος φαντάζεται ότι ίσως έχει πάει εκεί και πάει και το βρίσκει. Το πείθει, παρά τις αντιρρήσεις του, να ξαναπροσπαθήσει, να γυρίσει στην τάξη και να συνεχίσει τη μάχη.
Η ταινία έχει μια δευτερεύουσα πλοκή, με την κοπέλα που αγαπάει ο δάσκαλος (και τον αγαπάει και αυτή). Λόγω μιας παρεξήγησης όμως νομίζει πως εκείνη τον απατά, και γίνεται έξαλλος μαζί της. Η πλοκή αυτή, 1ον δεν έχει καμιά οργανική σχέση με τη βασική πλοκή, απλώς χρησιμεύει στο κλισέ που βλέπουμε και στις χολλυγουντιανές ταινίες, όπου ο ντετέκτιβ είναι πάντοτε διαζευγμένος, επιχειρεί ο άνθρωπος υπό δύσκολες προσωπικές συνθήκες. 2ον, μας παρουσιάζει έναν νέο άντρα ο οποίος είναι απείρως ευαίσθητος με το «προβληματικό» παιδί και εντελώς ντούρος και παλιομοδίτικα άτεγκτος με την κοπέλα αυτή. Αυτό δημιουργεί μια ανισορροπία, κάτι το αφύσικο στην περσόνα του δασκάλου.
Επιπλέον, ο διάλογος δεν στέκει. Της λέει κάποια στιγμή «απορώ με το θράσος σου που με πήρες τηλέφωνο μετά από αυτό που έγινε!» ενώ «αυτό που έγινε» ήταν ότι αυτός της τηλεφώνησε στο ξενοδοχείο που έμενε εκείνη στη Σπάρτη όπου δούλευε σ’ ένα γύρισμα (είναι ηθοποιός), και ζήτησε «το δωμάτιο 11», και ο ρεσεψιονίστας τον συνέδεσε κατά λάθος με το 12, και το σήκωσε ένας άντρας, οπότε ο δάσκαλός μας νόμισε πως ήταν ο γκόμενος, δεν είπε τίποτα κι έκλεισε το τηλέφωνο. Δηλ. η κοπέλα δεν είχε ιδέα. Άρα όταν ο δάσκαλος της λέει «με ποιο θράσος μου τηλεφώνησες μετά από αυτό που έγινε!» η φυσιολογική αντίδραση θα ήταν «τι έγινε; Σε τι αναφέρεσαι;» και η παρεξήγηση θα λυνόταν αναγκαστικά, ενώ στην ταινία αυτή τον κοιτάει με το στόμα ανοιχτό, σαν να ξέρει "τι έγινε" και να μην έχει τι να απαντήσει, πράγμα άτοπο. Μα τόσο δύσκολο είναι να γράψουν μια σκηνή με φυσιολογικές αντιδράσεις ;
Τέλος πάντων, στο τέλος της ταινίας μαθαίνουμε πως το στόρυ βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία ενός δασκάλου.
Ο Ψύλλος (1990) του Δημήτρη Σπύρου είναι και αυτό παιδική ουσιαστικά ταινία. Σ’ ένα χωριό της ορεινής Ολυμπίας, το 1965, ένα φτωχό χωριατόπαιδο βγάζει μόνο του μια χειρόγραφη εφημερίδα, τον Ψύλλο. Το χωριό τον ειρωνεύεται ή δεν τον βοηθάει, εκτός από τη συμμαθήτριά του με την οποία συμπαθιόνται και από έναν χωριανό, μεγάλο, ιδιοφυΐα στα νιάτα του που επίσης τον περιθωριοποίησε το χωριό. Όμως η περίπτωσή του γίνεται γνωστή, καθώς την εφημερίδα τη στέλνει σε όλη την Ελλάδα με τον ταχυδρόμο. Έτσι έρχεται να κάνει ρεπορτάζ γι’ αυτόν μια δημοσιογράφος από την Αθήνα. Στο μεταξύ αυτός το ‘χει σκάσει, μετά από ένα επεισόδιο με τον δάσκαλο του χωριού. Το χωριό τον ψάχνει και εντέλει τον αγκαλιάζει, θέλοντας να τον χρησιμοποιήσει γιατί διαβλέπει όφελος από τη δημοσιότητα, και ερχομό τουριστών. Αυτός αρνείται ν’ αλλάξει το όνομα της εφημερίδας του επί το ευπρεπέστερον. Λογοδίνεται ανεπισήμως με τη συμμαθήτριά του και μετά φεύγει με το τέλος της σχολικής χρονιάς για τον Πύργο, για να δει πώς είναι ένα τυπογραφείο, ίσως σαν εκείνο που χειριζόταν μόνος του ο ήρωάς του ο Θωμάς Έντισον στην ίδια ηλικία. Φεύγει από τον Πύργο με το τρένο κρατώντας στα χέρια του τον Ψύλλο, Β’ περίοδος, έντυπο πια και όχι χειρόγραφο.
Η Αλκυονίδα (όπου είδα τα περισσότερα απ’ αυτά) αξίζει σαφώς τη στήριξη. Παίζει πολλά έργα, λειτουργεί λίγο σαν ταινιοθήκη. Γενικά βέβαια είναι, όπως και παλιά, κολλημένη με το ΚΚΕ. (Το ομόσταβλο Στούντιο διοργάνωσε αφιέρωμα στα 145 [!] χρόνια από τη γέννηση του Λένιν, απόψε δε η Αλκυονίδα είχε πάγκο με εκδόσεις αποκλειστικά της Σύγχρονης Εποχής, με την ευκαιρία ενός αφιερώματος στον Ναζίμ Χικμέτ). Απροπό, αγόρασα από τον πάγκο μια νέα έκδοση του τμήματος ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ: Το ΚΚΕ στον ιταλοελληνικό πόλεμο 1940-41 –Οι αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς, Τα 3 γράμματα του Ν. Ζαχαριάδη, Η θέση της «Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής». Σύγχρονη Εποχή, Μάρτης 2015. Φρέσκο φρέσκο! Επίσης είδα εκεί ότι η New Star (η οποία λειτουργεί την Αλκυονίδα και το Στούντιο) έχει εκδώσει κουτί με 6 DVD, με 6 ταινίες του Κώστα Σφήκα αντί του…ευτελούς ποσού των 80 ευρώ.