Το νήμα του κινηματογράφου

Απόψε είδα τον "Αττίλα '74" του Κακογιάννη, με γαλλικό σπικάζ. Στην Ταινιοθήκη δεν είχαν ελέγξει την (ελληνική, όπως μου είπαν) κόπια, κι έτσι όποιος κατάλαβε κατάλαβε! Αλλά, θα μου πεις, μικρό το κακό, αφού αφενός το 95% τουν ντοκιμαντέρ ήταν συνεντεύξεις και πλάνα από την Κύπρο, κι έτσι άκουγες ελληνικά, με εξαίρεση κάτι πολύ γριές που μιλούσαν βαριά κυπριακά κι εκεί βοηθούσαν οι γαλλικοί υπότιτλοι· αφετέρου, μικρό το κακό γιατί ο αριθμός των θεατών στην αίθουσα συμποσούνταν στο συγκλονιστικό...4. Μάλιστα· τέσσερα άτομα ήρθαν να δουν την ταινία, που παίχτηκε στη μεγάλη αίθουσα. Κάτι μου λέει πως αν ήταν για την Παλαιστίνη ή για τα νησιά Σαμόα θα ήταν τριάντα τέσσερα. Ο εξωτισμός καλά κρατεί. Το έργο μου άρεσε, γιατί είχε πολλά πλάνα από τους πρόσφυγες και τους καταυλισμούς τους, και φυσικά τις αφηγήσεις τους. Επίσης είχε συνεντεύξεις με Εοκαβητατζήδες και με τον Σαμψών. Εννοείται και με τον Μακάριο, ο οποίος περιέγραψε μάλιστα την οδό διαφυγής του από το Προεδρικό Μέγαρο. Επίσης αναφέρεται σε δολοφονίες το Σεπτέμβρη του '74 από Εοκαβητατζήδες που πυροβόλησαν από ένα καμπαναριό επάνω ενάντια στον κόσμο που συμμετείχε σε μια φιλομακαριακή διαδήλωση.

Βγαίνοντας από το σινεμά είδα ανακοίνωση ότι η τελευταία ταινία του Νίκου Αλευρά, σκηνοθέτη του περίφημου "Πέφτουν οι σφαίρες σαν το χαλάζι κι ο τραυματισμένος καλλιτέχνης αναστενάζει" του 1977 (ωραία ταινία! ολόκληρη εδώ), με τίτλο "Χαιρετίσματα στην Ευρώπη - Klain Main Puts", που απορρίφθηκε από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, θα προβληθεί το επόμενο Σάββατο, ώρα 18.15.
 

nickel

Administrator
Staff member
ο αριθμός των θεατών στην αίθουσα συμποσούνταν στο συγκλονιστικό...4. Μάλιστα· τέσσερα άτομα ήρθαν να δουν την ταινία
Το συγκεκριμένο ρεκόρ το έχω ζήσει σε μέρες που δεν υπήρχε κρίση, σε αίθουσα της Κηφισιάς, σε νορμάλ ώρα, σε προβολή της ωραιότατης ταινίας Τσάι με τον Μουσολίνι. Είμαστε μάλλον του βαρύ γλυκού.
 
Με το τέλος της ταινίας και το άναμμα των φώτων μπούκαραν μεμιάς καμιά δεκαριά άτομα. Χτες στον Παπατάκη και στη συζήτηση που είχε προηγηθεί ήταν 150 άτομα. Το Κυπριακό είναι out, μυρίζει 'εθνικισμό'. Ή ίσως απλά ήττα.
 

SBE

¥
Το Κυπριακό δεν πουλάει. Αυτό είναι γνωστό και το ξέρω από την εποχή που η ελληνική υπηρεσία του μπιμπισί ήταν το μόνο ΜΜΕ που είχε πού και πού σχετικές ειδήσεις. Το πολύ πουλάει μόνο σε περιπτώσεις όπως με το δημοψήφισμα για το σχέδιο Ανάν, η μόνη περίπτωση που θυμάμαι σε όλη τη ζωή μου να συζητάνε ελλαδίτες το κυπριακό. Νομίζω ισχύει αυτό που μας είχε πει η φιλόλογος στην τρίτη λυκείου για το κυπριακό: απογοήτευση, γι' αυτό δεν ασχολούμαστε.
 

nickel

Administrator
Staff member
Είδα (με τριετή μόλις καθυστέρηση) την ταινία Amelia, με την ιστορία της Amelia Earhart. Για την Αμίλια ή Αμέλια (Αμέλια Έρχαρτ τη γράφουμε εδώ) ήξερα δυο-τρία πράγματα για τα αεροπορικά της κατορθώματα, αλλά τώρα έμαθα ότι ήταν παντρεμένη με τον εκδότη Τζορτζ Πάτναμ και ίσως είχε κάποια περιπέτεια με τον πατέρα του Γκορ Βιντάλ.

Δεν ήταν σπουδαία ταινία (αν και οι λήψεις από τον αέρα ήταν συγκλονιστικές). Εντυπωσιάζει οπωσδήποτε πόσο μοιάζει η Χίλαρι Σουάνκ με την Έρχαρτ (ιδίως με τη φωτογραφία της στη Wikipedia). Σκέφτηκα ότι είναι μαγικό που το όνομά της προφέρεται σαν να γραφόταν Airheart.

Για να διευρύνω τις εγκυκλοπαιδικές μου γνώσεις πήγα και διάβασα και μια σελίδα για διάφορους διάσημους που εξαφανίστηκαν και δεν έχουμε ανακαλύψει το πτώμα τους: Έρχαρτ, Σεντ-Εξιπερί, Γκλεν Μίλερ, Τζίμι Χόφα, Αμούδσεν, Αμβρόσιος Μπιρς: http://www.netquake.net/2012/10/top-10-famous-people-who-disappeared-without-a-trace/

 
Μια και γράφτηκε κάτι για το τελευταίο τζεϊμπσμποντικό Skyfall (που δεν το 'χω δει), βάζω εδώ ολόκληρο ένα χυμώδες άρθρο για την ταινία (δεν υπάρχει λινκ):

“I Don’t Know Whether to Kiss You…or Waterboard You…”

A line that coulda shoulda been in Skyfall but wasn’t.

Skyfall was enjoyable, in a grim sort of way. I certainly regretted the shortage of many of the signature Bond tropes—babes, booze, quips, and gadgets-- that enlivened the earlier films, especially in the self-mocking days of Sean Connery and Roger Moore, and made the gaping plot holes more endurable.

The wheels come off Skyfall in the final act, where Bond returns to his ancestral home in Scotland with his bosslady, M, to lure the archvillain, Silva into a trap.

For some reason, although MI6 is aware of this ruse, Bond receives no official backup and has to fight off a helicopterload of henchman relying only on his wits, courage, Dame Judy Dench, and the decrepit but murderous old family retainer and caretaker, Kincade, played by Albert Finney.

In the good/bad old days, Roger Moore would have marched into the old homestead calling peremptorily for Kincade! only to be pleasantly nonplussed by the appearance of the current officeholder, Kincade’s gorgeous granddaughter, wearing nothing but a bikini under an ankle-length fur coat and wielding a shotgun. Then, after some improbable but amusing mayhem, the villain would be subjugated, Felix Leiter would appear to mop up the underlings, and M would be on the helicopter back to London harrumphing, “Where’s Bond?” Cut to Moore luxuriating with the lovely Ms. Kincade in a profusion of mink before a roaring fire, purring, “I’ve always wanted to explore the hills and valleys of my native Scotland…”

Roll credits.

In Skyfall, by contrast, much unconvincing elder-abuse derring-do ensues, culminating in a showdown in the wee kirk in the heather that holds the bones of Bond’s sainted parents. With Bond temporarily detained below the ice of the local tarn, Silva takes by surprise Dench—and Finney, who appears to have chosen this dangerous moment to take a crap in the church outhouse, only to return through a side door adjusting his suspenders just in time to stand there like a gormless idiot while Silva pulls the awkward stunt of putting his own gun to his own head, lining up Dench’s head next to his, and imploring Dench to pull the trigger, end it for them both, and take care of his mommy issues.

This would have been the perfect opportunity for M—already mortally wounded but fortuitously not exhibiting the shock, disorientation, trembling, stammering, and meaningless gibbering usually associated with severe blood loss—either to toss off a devastating quip—“No, after you, I insist!”—while twisting herself out of the way and pulling the trigger, or do the stiff upper lip thing, snuffing Silva at the cost of the remaining four minutes of her life and sacrificing her not-a-damp-eye-in-the-house death scene with JB.

Spoiler alert: Neither of these two things happens.

The key dilemma for any Bond movie is finding a plausible, crowd-pleasing mission for a heartless government assassin that doesn’t make him look like a thug or recreational terrorist or scab taking work away from the CIA and Mossad.

If you read the relentless fluffing in the Guardian (and paid attention to the whole “Queen parachutes into London Olympics with Daniel Craig” deal) you will realize that Skyfall hangs its hat on English patriotism. Early in the movie, in a psychological evaluation, Bond responds to the word “country” in a free association test with a steely “England” (instead of “club” or “Marie Osmond”, or, for that matter, “Scotland” no doubt pissing off the independence enthusiasts that hoped he might have gone all Braveheart). There is also some Churchill and British bulldog-related flagwaving intended to evoke thin red line/all for England emotions.

Mission accomplished; Skyfall, has surpassed Avatar as England’s biggest national grosser. The unintended amusement emerges when we learn exactly what Bond is protecting England from.

The set piece for this conundrum occurs during the superb second act attack on London, in the parliamentary inquiry scene where some officious young MP gets in M’s face and tells her to discontinue MI6’s black ops activities in favor of the modern point and click intel gathering that is all the rage these days.

In her reply, Dame Judy Dench deploys high dudgeon in the service of low seriousness, talking about the big, bad, dangerous world and justifying the 00s with the rhetorical question “How safe do you feel?” Fortuitously, at this moment, Silva bursts into the hearing room on his mission of mayhem, proving that spry if wrinkly velociraptors like James Bond and even lumbering brontosaurs like M have their uses.

At least, that’s what director Sam Mendes thinks.

The catch, of course, is that Silva is an ex-MI6 agent whom M abandoned to the tender mercies of Chinese intelligence and who subsequently turned rogue.

I would have found it preferable and infinitely more entertaining if Dench had used the occasion of Silva’s irruption to acidly berate the franticly scurrying MPs, “This is exactly what I’m talking about! If we stop employing overtrained psychopaths, who is going to deal with the overtrained psychopaths who leave our employ?”

Which brings me in a roundabout way to Syria, where the anti-Assad powers (including Great Britain, of course, but also including a) the US, Turkey, and the rest of NATO and b) the GCC) will soon have the pleasure of scraping up the mess created by their material and diplomatic support of the insurrectionists.

Undoubtedly one of the options on the table is to send in some kind of armed force, not to deal with Assad (who is now having the sort of difficulties in his capital—high level defections, serial car bombs, loss of control of the airport, etc.—usually associated with regime collapse), but to restore order and support pro-Western opposition forces after Assad falls.

The general disinterest in this development astounds me.

Consider the matter of the NATO plan to position Patriot batteries in Turkey.

Is Assad going to compound his current woes by attacking Turkey? Is there any conceivable explanation for the NATO move other than to reduce the danger of Syrian regime retaliation if Turkey sends in troops?

Consider the matter of the US and UN warnings about chemical weapons. Assad has announced that the regime will not use them against domestic enemies; in any event, given the close quarters mayhem going on in Syrian cities (and the presence of civilian human shields by accident or design), it doesn’t seem a workable option. The most likely use, if any, of chemical weapons, would be against a foreign army.

Consider the matter of the hurried reorganization of SNCORF—an exercise in regime change that replaced the corrupt and conspiratorial Muslim Brotherhood-dominated SNC with a new group of stooges, equally ineffectual and isolated from the domestic opposition, but who presumably will be more responsive to foreign demands once it comes time to erect a useful pro-Western intervention-friendly proxy on the rubble of Assad’s regime and the bodies of the bloody-minded Islamist insurrectionists.

But the whole Day After contingency planning angle—including the explosive possibility that Turkish troops will be marching into an Arab country, thereby reigniting not-so-fond memories of the Ottoman Empire—gets almost no attention in the Western press.

Of course, the collapse of the Ottoman Empire—and the fragmentation of the Arab Middle East into arbitrary, unstable, and largely unrulable fiefdoms—was very much the work of the British Empire during and after World War I.

In large part, the last fifty years of US foreign policy in the Middle East has been dealing with the consequences of Britain’s inability to hold on to its empire from Suez to Tehran or even manage its dissolution.

Maybe there’s a movie out there about England stepping up and shouldering the grim obligation of cleaning up the abortion the Empire midwived in the Middle East.

It certainly isn’t Skyfall.

P.S. Want the Skyfall china bulldog? It's sold out. But Royal Doulton has promised to grunt out another litter by March 2013.
 

SBE

¥
Μέχρι περίπου τη μέση διάβαζα με χαμόγελο. Μετά με την στροφή στην πραγματικότητα ήθελα απλώς να πω του αρθρογράφου ότι η ταινία που ονειρεύεται σίγουρα θα βγει, αλλά δεν θα είναι του 007. Θα είναι καμία με τον Κλούνι και τη Μέριλ Στρίπ ή ίσως σε σκηνοθεσία Κεν Λόουτς. Απ'όλα έχει το μαγαζί, αλλά έκαστος στο είδος του, κι ο Μποντ στο εξωπραγματικό και απλοϊκό. Δεν χρειάζεται όλα να έχουν βαθύτερο νόημα.
 
Στο τελευταίο τεύχος του πολύ καλού περιοδικού Senses of Cinema έχει τα εξής σχετιζόμενα με την Ελλάδα ή με Έλληνες, που μου κίνησαν ιδιαιτέρως το ενδιαφέρον:

1) μια παρουσίαση του έργου της θρυλικής σκηνοθέτιδας Shirley Clarke, της οποίας έχω δει δύο ταινές στην Ελλάδα, The Connection (1960) και Portrait of Jason (1967), και τα δύο έξοχα. Το άρθρο είναι του Ελληνοαυστραλού Άγγελου Κουτσουράκη. Κράχτης: Μαθαίνουμε ότι ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν θεωρούσε τον Ιάσονα την πιο συναρπαστική ταινία που είχε δει ποτέ.

2) ένα άρθρο του John Conomos για τον κριτικό κινηματογράφου Andrew Sarris, συγγραφέα μεταξύ άλλων του The American Cinema (1968).

3) μια κριτική του επίσης Ελληνοαυστραλού Βρασίδα Κάραλη, συγγραφέα του A History of Greek Cinema (2012), για το βιβλίο Greek Cinema, Texts, Histories, Identities, σε επιμέλεια των Lydia Papadimitriou και Yannis Tzioumakis.
 

nickel

Administrator
Staff member
Les Misérables

Ο Μάθιου Μποντ, σινεκριτικός της Ντέιλι Μέιλ, πήγε και είδε την πρεμιέρα των κινηματογραφικών Αθλίων (Les Misérables) και γράφει στην αρχή της παρουσίασής του για τους φανατικούς της θεατρικής παράστασης του μιούζικαλ (οι παραστάσεις στην αγγλική γλώσσα έκλεισαν φέτος 27 χρόνια ζωής):

Four years ago, I took my then ten-year-old son to see Les Miserables in London’s West End for a birthday treat. To my relief and slight surprise, he loved it but what really stuck in my memory is the whispered conversation from the row behind at the Queen’s Theatre.
‘This is my eighth time,’ said one excited female voice, ‘can’t wait.’
‘It’s my 13th,’ said her neighbour.
‘I win,’ said a triumphant voice a little further along. ‘This is my 21st time and I’ve already booked the 22nd.’


Στους φανατικούς ανήκω κι εγώ, αλλά δεν έχω την ευχέρεια να τρέχω στις λονδρέζικες αίθουσες, οπότε βολεύομαι με επαναλήψεις των επετειακών παραστάσεων: της 10ετίας (1995) και της 25ετίας (2010). Και τώρα περιμένω να δω τους κινηματογραφικούς Άθλιους, αν και δεν πιστεύω ότι το τραγούδι των ηθοποιών θα μπορεί να συναγωνιστεί τις φωνάρες των θεατρικών παραστάσεων. Θα έχει σίγουρα πολλές άλλες χάρες. Πρόκληση μεγάλη πρέπει να ήταν το ότι οι ηθοποιοί (Χιου Τζάκμαν, Ράσελ Κρόου, Αν Χάθαγουεϊ, Αμάντα Σάιφρεντ κλπ) τραγουδούσαν ζωντανά στα γυρίσματα.

Μου αρέσει που οι γνωστοί ήρωες του Ουγκό έχουν αλλάξει δεκάδες φάτσες σε εικονογραφημένες εκδόσεις, ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, αλλά το μιούζικαλ προσπαθεί να μένει πιστό σε μία τουλάχιστον φιγούρα με πολύ μικρό ρόλο: της Κοζέτ / Τιτίκας. Το λογότυπο του μιούζικαλ βασίστηκε στην αρχική εικονογράφηση (1862) του Emile Bayard και η μικρή Κοζέτ στολίζει τώρα και την αφίσα της ταινίας.



Βλέπω ότι κράτησαν στο ρόλο της Επονίν τη γλυκύτατη Samantha Barks, που έκανε εξαιρετική εντύπωση στην παράσταση της 25ετίας, ενώ ο πρώτος Γιάννης Αγιάννης σε Λονδίνο και Μπρόντγουεϊ παίζει στην ταινία το ρόλο του σπλαχνικού επισκόπου Μυριήλ. Περιμένω πώς και πώς να δω τον Σάσα Μπάρον Κοέν και την Έλενα Μπόναμ Κάρτερ να κάνουν τους Θεναρδιέρους στο αντιστικτικά κεφάτο Master of the House.

Ορίστε και ένα διαφημιστικό της ταινίας. Καλή μας διασκέδαση.

 

SBE

¥
Εγώ που θα είχα, αν ήθελα, τη δυνατότητα να πάω να παρακολουθήσω την παράσταση στο θέατρο δεν έχω πάει.
Ενδιαφέρον, ε;
Όχι πως δεν πηγαίνω αρκετά συχνά θέατρο στο Λονδίνο, αλλά έχω δει ελάχιστα μιούζικαλ και από τα τουριστικά (που παίζονται εκατό χρόνια και απευθύνονται κυρίως σε τουρίστες), έχω δει μόνο τις Γάτες, που δεν καταλάβαινα ούτε σε τι γλώσσα τραγουδάγανε, αλλά μετά μου εξήγησε κάποιος ότι δεν είναι προτεραιότητα η άρθρωση γιατί ξέρουν ότι οι θεατές είναι κυρίως τουρίστες, παιζόταν ήδη 20 χρόνια, κανένας κριτικός δεν θα ήταν στο ακροατήριο κλπ κλπ. Και το Φάντασμα της Όπερας. Είχα πάει με μια τυφλή κυρία και ευτυχώς δηλαδή, γιατί της εξηγούσα τι βλέπαμε κι έτσι δεν έκοψα τελείως τις φλέβες μου. Νομίζω δεν τα πάω καλά με τον Λόιντ Γουέμπερ.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Έχω δει το Les Miserables τρεις φορές, αν θυμάμαι καλά. Μία στο Λονδίνο και δύο στη Νέα Υόρκη. Το περιμένω πώς και πώς. Εννοείται ότι θα αγοράσω και το DVD, μόλις βγει.
 

nickel

Administrator
Staff member
Με το ζωντανό θέατρο, ελληνικό και αγγλικό, έχω κι εγώ πρόβλημα, γιατί χάνω περισσότερα απ' όσα θα ήθελα. Από την άλλη με έχει φάει η περιέργεια τι δουλειά θα έχει γίνει με τους υπότιτλους εδώ. Ο Άγγλος στιχουργός έχει κάνει πολύ καλή δουλειά, κατάφερε και μπόλικες ρίμες — δεν ξέρω όμως το γαλλικό για να δω πόσο χρειάστηκε να απομακρυνθεί. (Τις Γάτες δεν κατάφερα ποτέ να τις αγαπήσω. Με το Φάντασμα τα πάω πολύ καλύτερα. Και γενικά είμαι γουεμπερόφιλος.)
 

Elsa

¥
Ιδέα για ταινία, αν κάτσετε στο σπίτι σήμερα το βράδυ, αύριο μπορεί να είναι αργά: Last night, του Don McKellar
61D7LDfkkhL._SL500_AA300_.jpg
Η αγαπημένη μου ατάκα από την ταινία:
Rose: I don't give a damn. People are always saying 'The children. Pity the children'. I'm tired of the children. They haven't lived, given birth, watch their friends die. I have invested 80 years in this life. The children don't know what they're missing.
 

bernardina

Moderator
Και μια φορά, δυο χρόνια πριν πεθάνει, μου μίλησε για το θάνατό του: "Αν, ο μη γένοιτο, πέσει στη μάχη ένας νέος στρατιώτης, δεκαεννιάχρονο, εικοσάχρονο παλικάρι, είναι μεγάλη συμφορά --όμως δεν είναι τραγωδία. Να πεθαίνεις στην ηλικία μου είναι τραγωδία! Άνθρωπος σαν εμένα, ενενήντα πέντε, σχεδόν εκατό χρόνων, πάνε τόσα χρόνια που σηκώνεται κάθε μέρα στις πέντε το πρωί, κάνει κρύο ντους, κάθε πρωί σχεδόν εκατό χρόνια τώρα, ακόμα και στη Ρωσία κρύο ντους το πρωί, ακόμα και στη Βίλνα εκατό χρόνια τώρα, που τρώει κάθε μέρα μια φέτα ψωμί με παστό ψάρι, που πίνει ένα ποτήρι τσάι και βγαίνει κάθε μέρα να περπατήσει μισή ώρα στο δρόμο, καλοκαίρι ή χειμώνα --το πρωινό περπάτημα είναι για το μοτσιόν! Βοηθάει στην τσιρκουλάτσια! Και αμέσως μετά γυρνάει κάθε μέρα, κάθε μέρα, και διαβάζει λίγη εφημερίδα και εν τω μεταξύ πίνει ακόμα ένα ποτήρι τσάι, λοιπόν, για να μην τα πολυλογώ, είναι το ίδιο αν, ο μη γένοιτο, σκοτωθεί αυτός ο δεκαννιάχρονος πιτσιρικάς, που ούτε καν πρόλαβε να αποκτήσει μόνιμες κατασκοπείες*: πότε να τις αποκτούσε; Όμως στην ηλικία μου είναι πολύ δύσκολο να σταματήσω, πολύ δύσκολο: διότι να περπατώ κάθε πρωί είναι για μένα κατασκοπεία. Ακόμα και το που ζω είναι για μένα κατασκοπεία, λοιπόν τι, μετά από εκατό χρόνια, ποιος μπορεί ξαφνικά να αλλάξει μονομιάς όλες του τις κατασκοπείες; Να μη σηκώνεται πια κάθε μέρα στις πέντε το πρωί; Να μην κάνει ντους ούτε να τρώει παστό ψάρι με ψωμί; Ούτε να διαβάζει εφημερίδα ούτε να περπατάει ούτε να πίνει ζεστό τσάι; Τραγωδία!"

Άμος Οζ, Ιστορία αγάπης και σκότους, σελίδα 175. Εκδόσεις Καστανιώτη. Μετάφραση από τα εβραϊκά Ιακώβ Σιμπή.

Μιλάει ο παππούς του συγγραφέα, με το προσωπικό του ιδιόλεκτο. *Κατασκοπεία = συνήθεια.:)
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μιλάει ο παππούς του συγγραφέα, με το προσωπικό του ιδιόλεκτο. *Κατασκοπεία = συνήθεια.:)
Κοίταξα λίγο τη γερμανική μετάφραση, μήπως χρησιμοποιούσε όρους γίντις και καταλάβαινα αυτή την περίεργη κατασκοπεία (περίεργη μου φαίνεται εμένα). Το αντίστοιχο κομμάτι είναι:

“Wenn, Gott behüte, ein junger Soldat fällt, ein junger Mann von neunzehn, zwanzig Jahren, nu, das ist ein furchtbares Unglück – aber keine Tragödie. In meinem Alter sterben - das ist eine Tragödie. Ein Mensch wie ich, fünfundneunzig Jahre alt, beinahe hundert, so viele Jahre steht er jeden Morgen um fünf Uhr auf, nimmt jeden Morgen eine kalte Dusche, seit fast hundert Jahren, sogar in Rußland eine kalte dusche morgens, sogar in Wilna, ißt seit hundert Jahren Morgen für Morgen eine Scheibe Brot mit Salzhering, trinkt ein Glas tschaj, Tee, und spaziert jeden Morgen eine halbe Stunde auf der Straße, im Sommer wie im Winter, nu, spazierengehen am Morgen – das ist für die mozion, das regt sehr gut die zirkulazje an! Und kehrt Tag für Tag gleich danach zurück und liest ein wenig Zeitung und trinkt dabei noch ein Glas tschaj, nu, kurz gesagt, das ist so: Dieser liebe bachurtschik, dieser junge Bursche, der Neunzehnjährige, wenn der, Gott behüte, getötet wird, dann hat der sich doch noch gar nicht alle möglichen regulim angewöhnen können. Wie auch? Aber in meinem Alter kann man schon sehr schwer damit aufhören, sehr, sehr schwer: Jeden Morgen die Straße zu spazieren – das ist bei mir schon altes rigul. Und kalte Dusche – auch ein rigul. Auch Leben – ist bei mir schon rigul, nu, was, nach hundert Jahren, wer kann da plötzlich auf einmal alle seine rigulim aufgeben? Nicht mehr jeden Morgen um fünf Uhr aufstehen? Keine Dusche und kein Salzhering mit Brot? Keine Zeitung und kein Spaziergang und kein Glas tschaj? Nu, das ist eine Tragödie.“

Η μετάφραση ρέει πάνω κάτω, λίγο πολύ ίδια· δυστυχώς, όμως, ο παππούς δεν χρησιμοποιεί γίντις αλλά σλαβικές λέξεις (που τις επισήμανα με πράσινα πλάγια) σε γερμανική απόδοση —παρατηρήστε ότι, φυσικά, το τσάι στα ελληνικά χάνεται... Στα ελληνικά δεν υπάρχει επίσης εκείνο το μπαχούρτσικ (που ακολουθεί το επίθετο «αγαπητός», άρα είναι ίσως κάποιος χαρακτηρισμός του νεαρού), ενώ το παστό ψάρι στα γερμανικά είναι «παστή ρέγκα».

Η λέξη που προφανώς έχει αποδοθεί ως κατασκοπεία, όμως, είναι η rigul με πληθ. rigulim, που εμένα μου θυμίζει πολύ τις δικές μας ρέγουλες. Πολύ καλύτερα θα μου ταίριαζε να είχε αποκτήσει ο παππούς τις ρέγουλές του, τις συνήθειές του, αντί για τις κατασκοπείες πιο πάνω, αλλά πού να ξέρω τι λέει το πρωτότυπο...
 

nickel

Administrator
Staff member
Λίγο πιο πάνω γράφει (σύμφωνα με τον Άγγλο μεταφραστή, αυτή τη φορά):

He had his own unique brand of Hebrew, Grandpa Alexander, and he refused to be corrected. He always insisted on calling a barber (sapar) a sailor (sapan) […] a habit was always a habitat…

Βλέπουμε λοιπόν ότι έχουμε παραφθορά γραμμάτων. Ωστόσο, ούτε εκεί ούτε στο κείμενο που έχουμε εδώ δεν δίνει κάτι περισσότερο από το habitat. Στην ελληνική μετάφραση θα έπρεπε να έχουμε παραφθορά κάποιας λέξης για τη συνήθεια, π.χ. συνήτεια, κατά προτίμηση μια υπαρκτή λέξη (αλλά δεν μου έρχεται τώρα).

Ερώτημα: Τι λέει η ελληνική μετάφραση στο απόσπασμα που αναφέρω;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αυτή τη λέξη бахур (μπαχούρ) την βρήκα εδώ, και η γκουγκλομετάφραση δίνει λογικό ερμήνευμα (ίσως κάτι σαν «ομορφονιός» θα ταίριαζε στο κείμενο):

Bakhur
• "lover, a dandy, a young Jew", and "fat", BLR. Bakhur, Pol. bachur "young Jew." Borrow. of Hebr. bāchūr, Jewish-it. Bacher "young man, a teacher", see Wiener, ZhSt., 1895, I, 59; Kluge-Gëttse 66; Shapiro, FL 12, 1873, 6.

Αυτό το rigul μοιάζει πολύ και με το γερμανικό Regel = κανόνας, αλλά μπορεί, όπως έγραψες Νικέλ, να είναι και (μεταφραστική) παραφθορά.
 

bernardina

Moderator
Ερώτημα: Τι λέει η ελληνική μετάφραση στο απόσπασμα που αναφέρω;

Ο παππούς Αλεξάντερ μιλούσε τα δικά του εβραϊκά, τα προσωπικά του εβραϊκά, με κανέναν τρόπο δεν επέτρεπε να τον διορθώνουν και δεν ήθελε να του κάνουν παρατηρήσεις: τον κουρέα επέμενε να τον φωνάζει ναύτη και το κουρείο ναυπηγείο, μια φορά το μήνα κατέβαινε στο ναυπηγείο των αδελφών Μπεν Γιακάρ, καθόταν στην καρέκλα και έδινε στο ναύτη μια σειρά από λεπτομερείς και αυστηρές οδηγίες. Καμιά φορά ακόμα κι εμένα με μάλωνε: "Δεν είναι κεφάλι αυτό. Πήγαινε στο ναυπηγείο να κόψεις τα μαλλιά σου. Είναι κεφάλι αυτό; Σαν πειρατή!" Εμένα με φώναζε χαρόσι μάλτσικ ή τι ντουρλακ, το λιμάνι του Αμβούργου το έλεγε Γαμβούργο, τη συνήθεια την έλεγε κατασκοπεία τον ύπνο τον έλεγε σπατ, στην ερώτηση "πώς κοιμήθηκες, παππού;" απαντούσε σε όλη του τη ζωή χωρίς εξαίρεση "περίφημα!" και επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στα εβραϊκά του τόνιζε με έμφαση: "Χαρασό! Ότσεν χαρασό!" Τη βιβλιοθήκη την έλεγε μπιμπλιοτέκα, το μπρίκι του καφέ το έλεγε τσάινικ, την κυβέρνηση την έλεγε παρτάτς, και το κυβερνόν κόμμα Μαπάι το έλεγε καμιά φορά γκάστανκ ή εϊμπελάικτ.

Είναι το κομμάτι ακριβώς πριν από το απόσπασμα με τις απόψεις του παππού περί θανάτου, που έγραψα παραπάνω.
 
Top