Ο παππούς Αλεξάντερ μιλούσε τα δικά του εβραϊκά, τα προσωπικά του εβραϊκά, με κανέναν τρόπο δεν επέτρεπε να τον διορθώνουν και δεν ήθελε να του κάνουν παρατηρήσεις: τον κουρέα επέμενε να τον φωνάζει ναύτη και το κουρείο ναυπηγείο, μια φορά το μήνα κατέβαινε στο ναυπηγείο των αδελφών Μπεν Γιακάρ, καθόταν στην καρέκλα και έδινε στο ναύτη μια σειρά από λεπτομερείς και αυστηρές οδηγίες. Καμιά φορά ακόμα κι εμένα με μάλωνε: "Δεν είναι κεφάλι αυτό. Πήγαινε στο ναυπηγείο να κόψεις τα μαλλιά σου. Είναι κεφάλι αυτό; Σαν πειρατή!" Εμένα με φώναζε χαρόσι μάλτσικ ή τι ντουρλακ, το λιμάνι του Αμβούργου το έλεγε Γαμβούργο, τη συνήθεια την έλεγε κατασκοπεία τον ύπνο τον έλεγε σπατ, στην ερώτηση "πώς κοιμήθηκες, παππού;" απαντούσε σε όλη του τη ζωή χωρίς εξαίρεση "περίφημα!" και επειδή δεν είχε εμπιστοσύνη στα εβραϊκά του τόνιζε με έμφαση: "Χαρασό! Ότσεν χαρασό!" Τη βιβλιοθήκη την έλεγε μπιμπλιοτέκα, το μπρίκι του καφέ το έλεγε τσάινικ, την κυβέρνηση την έλεγε παρτάτς, και το κυβερνόν κόμμα Μαπάι το έλεγε καμιά φορά γκάστανκ ή εϊμπελάικτ.
Είναι το κομμάτι ακριβώς πριν από το απόσπασμα με τις απόψεις του παππού περί θανάτου, που έγραψα παραπάνω.