Όποτε αρχίζει τέτοια κουβέντα, για τα περί έθνους και ποια τα γνωρίσματά του, και τα λοιπά, έχω ένα συνήθειο: προτού μπούμε στην καθαυτό συζήτηση, διηγούμαι στο συνομιλητή μου δύο περιστατικά που έχω σημειώσει από την ιστορία.
Περιστατικό πρώτο: Είμαστε στα 1924, δυο χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών, μια διεθνής επιτροπή χαράσσει (αυτή τη φορά οριστικά) τη μεθόριο ανάμεσα στις δύο χώρες, Ελλάδα και Αλβανία. Καμιά εικοσαριά χωριά, που βρίσκονταν προηγουμένως στο ελληνικό έδαφος, περνούν στην Αλβανία. Η αλβανική πλευρά προβάλλει ως κυριότερο επιχείρημά της το γλωσσικό: όποιος μιλά αλβανικά είναι Αλβανός. Η ελληνική πλευρά αντιλέγει ότι το σπουδαιότερο κριτήριο πρέπει να είναι η εθνική συνείδηση του καθενός, το πού δηλαδή θεωρεί ότι ανήκει, σε ποιο έθνος, με αβίαστη και ελεύθερη επιλογή. Διότι σε αντίθετη περίπτωση, υποστηρίζει η ελληνική πλευρά, αν δηλαδή ίσχυε το γλωσσικό κριτήριο, πολλά πράγματα θα ανατρέπονταν. Για παράδειγμα, ο (τότε) πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, ναύαρχος
Παύλος Κουντουριώτης, γόνος της ένδοξης οικογένειας αγωνιστών από την Ύδρα, στις ενέργειές του ως δημόσιος πρόσωπο μιλά ελληνικά, αλλά στο σπίτι του μιλά αρβανίτικα. Αντίστροφα, ο ήρωας της αλβανικής ανεξαρτησίας
Φαν Νόλι, κεφαλή της αυτοκέφαλης ορθόδοξης εκκλησίας της Αλβανίας και την εποχή εκείνη πρωθυπουργός και αντιβασιλέας της χώρας, είχε γεννηθεί σ' ένα χωριό της Ανατολικής Θράκης ως Θεοφάνης Νόλης, είχε ανατραφεί σε εκκλησιαστικά διδακτήρια στα ελληνικά και είχε ζήσει στην Αθήνα ως Έλληνας, προτού μεταστραφεί σε Αλβανό, γι' αυτό και χρησιμοποιούσε ανελλιπώς τα ελληνικά ως γλώσσα εργασίας. (Σημειωτέον ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική ποτέ δεν υιοθέτησε, ούτε τότε ούτε στις μέρες μας, τη γλώσσα ως στοιχείο προσδιοριστικό του εθνισμού).
Περιστατικό δεύτερο: Στα 1912 ένας νεαρός Εγγλέζος φοιτητής τελειώνει τις σπουδές του στην Οξφόρδη και ετοιμάζεται για μια
Μεγάλη Περιοδεία στην Ανατολή, προτού επιστρέψει στην πατρίδα για να ακολουθήσει ακαδημαϊκή καριέρα. Σε ένα σταθμό του ταξιδιού του αποβιβάζεται στην Αττάλεια της Μικράς Ασίας. Και εκεί συναντά την εξής κατάσταση: Στο μεσαιωνικό κάστρο της πόλης ζουν οι παλαιοί της κάτοικοι,
τουρκόφωνοι και
χριστιανοί, που δηλώνουν με περηφάνια την ταυτότητά τους και, ως τιμημένοι υπήκοοι του Οθωμανού σουλτάνου, θεωρούν παρακατιανή (κοινωνικά υποδεέστερη) μιαν άλλη ομάδα πληθυσμού, που είναι νεόφερτοι. Αυτοί οι τελευταίοι είναι
μουσουλμάνοι και μιλούν
ελληνικά. Είναι Τουρκοκρητικοί πρόσφυγες, που έχουν εγκατασταθεί όπως όπως έξω από το κάστρο, μιλούν τα κρητικά του Ερωτόκριτου και αισθάνονται εντελώς ανήμποροι να ενταχθούν στο τουρκόφωνο μουσουλμανικό περιβάλλον. Εκεί για πρώτη φορά, βεβαιώνει
στις αναμνήσεις του ο νεαρός (που τ' όνομά του ήταν
Άρνολντ Τόυνμπη) ότι συνειδητοποίησε τι αξεδιάλυτο κουβάρι μπορεί να είναι η εθνική συνείδηση.