μεταφράμπρικα, η Η μεταφραστική χειρωνακτική εργασία. «Παιδί μου, άντε να σπουδάσεις. Εργάτης σε φάμπρικα θες να γίνεις;» «Όχι πατέρα, μεταφραστής.» Βλ. κ. μεταφράμπρικο, το
μεταφράμπρικο, το Μπρίκι του καφέ σε ειδικές διαστάσεις για να καλύπτει τις ανάγκες του κάθε καλού μεταφραστή. «Άντε, αρκετά χαζολογήσαμε. Βάλε να γίνονται δυο μεταφράμπρικα να πάμε για δουλειά στη μεταφράμπρικα.»