μεταφράντζα (η)
1. η χαρακτηριστική αφέλεια που, σε πλήρη ανάπτυξη, καλύπτει το μισό τουλάχιστον πρόσωπο των emo μεταφραστών (πρβλ. και
μεταάφρο στο #8 του Count Baltar).
2. (μτφ.) η χαρακτηριστική αφέλεια που, σε πλήρη έξαρση, ωθεί ερασιτέχνες ή/και ακατάλληλους μεταφραστές να αναλαμβάνουν έργα* πέραν των δυνατοτήτων τους (πρβλ. και
μεταφάζαρο στο #19 του Ambrose), παράγοντας μεταφράσματα που χαρακτηρίζονται ως
μεταφρόκαλα, μεταφρακάσα (βλ. #12 και #4 του sapere_aude, αντίστοιχα) ή
μεταφράσινα άλογα (βλ. # 15 του zazula), αποσπάσματα των οποίων καταλήγουν συνήθως στον Καιάδα των μεταφραστών (
βλ. σχ. λήμμα).
3. συνεκδοχικά, ο μεταφραστής που ακολουθεί την υπό το 2. ανωτέρω τακτική. Χρησιμοποιείται μειωτικά (πρβλ.
μάστορας-μαστοράντζα). Η διαφορά μεταξύ
μεταφράντζας και
μεταφρασκόλνικοφ (βλ. #5 του nickel) είναι αντίστοιχη της διαφοράς μεταξύ
φόνου εξ αμελείας και
φόνου εκ προθέσεως.
*ιδίως όταν τα προς μετάφραση έργα κατατάσσονται στις μεταφρατζόλες (βλ. #16 της Elsa)