Μεταφραστικόπος. Ο μόχθος του μεταφραστή.
Μεταφραστιπόνημα το αποτέλεσμα του μόχθου του.
Μεταφραστικάκι: γνωστό γκατζετάκι όπου αποθηκεύεται αντίγραφο από μεταφραστικόπο ή μεταφραστιπόνημα (σ' αυτή την περίπτωση,
μεταφραμπακάπ). Χαϊδευτικά, αν έχεις τρυφερές σχέσεις μαζί του, το λες και
μεταφλασάκι.
ΜεταΦραΔιάβολος. Ο γρήγορος, παραγωγικός, ακάματος, αγόγγυστος μεταφραστής, που δεν καταλαβαίνει Χριστό (pun intended). Πολλοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για μυθικό πρόσωπο, ωστόσο μαρτυρούνται σποραδικές εμφανίσεις του, ενώ κατά καιρούς όλο και κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ο εν λόγω αυτοπροσώπως, ισχυρισμοί που αποδίδονται κυρίως σε παραισθήσεις/ψευδαισθήσεις λόγω μεταφραστικής υπερκόπωσης.
Μεταφραγή κλήσεων. Το κατέβασμα του τηλεφώνου για να μη
σου σπάνε τα να μη σ' ενοχλεί ο κάθε άσχετος ενώ προσπαθείς να μεταφράσεις. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη
μεταφραγή σκέτο.
Ο Κύριος Μεταφρασού. Ο στοργικός σύντροφος αποκαμωμένης μεταφράστριας που της φέρνει γλυκά μπινελικάκια, κυρίως σου αλά κρεμ, για να την εμψυχώσει.