Διασκεδάστε και μ' αυτό...

natandri

New member



On the menu of a Polish hotel:
Salad a firm's own make; limpid red beet soup with cheesy dumplings in the form of a finger; roasted duck let loose; beef rashers beaten up in the country people's fashion.


Σίγουρα θα το έχετε εντοπίσει, αλλά για την απίθανη περίπτωση που δεν...
http://www.engrish.com/category/menus/
 

nickel

Administrator
Staff member
Α, οι Κινέζοι ιδιαίτερα είναι οι καλύτεροι. Να σκεφτούμε όλοι στοργικά τους μεταφραστές που μεταφράζουν εγχειρίδια και άλλα κείμενα γραμμένα σε αγγλικά της Κίνας.
;)
 
Α, οι Κινέζοι ιδιαίτερα είναι οι καλύτεροι. Να σκεφτούμε όλοι στοργικά τους μεταφραστές που μεταφράζουν εγχειρίδια και άλλα κείμενα γραμμένα σε αγγλικά της Κίνας.
;)

Engrish my dear Watson, Engrish.

 

Earion

Moderator
Staff member
Πώς έγινα άθελά μου γυμνιστής ...

Εμπειρία

Η ρεματιά του Κόρακα βρίσκεται νότια του χωριού μας στην Κρήτη. Για μας τα παιδιά ήταν τότε, πριν κάμποσες δεκαετίες, χώρος ονειρικός: έδινε τροφή για ιστορίες με νεράιδες και φαντάσματα. Παρ’ όλα αυτά, την ημέρα πηγαίναμε και ποτίζαμε τα περιβόλια που απλώνονταν δεξιά και αριστερά των τρεχούμενων νερών της. Η σειρά με την οποία ο καθένας πότιζε το περιβόλι του καθοριζόταν από τον Σάββα τον νεροφόρο. Ο Σάββας, ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι, φρόντιζε να μην αδικήσει κανέναν και στο τεφτέρι του έγραφε πότε πότιζε ο ένας και πότε ο άλλος.

Ένα βράδυ λοιπόν ήρθε στο σπίτι μας και μας ανακοίνωσε ότι αύριο πρωί πρωί έχουμε πότισμα στον Κόρακα. Την άλλη μέρα τα χαράματα ο πατέρας με ξύπνησε, ήταν καλοκαίρι και δεν είχαμε σχολείο, να πάω να ποτίσω τις πορτοκαλιές και τον κήπο. Πήρα σε ένα σακούλι λίγο παξιμάδι και τυρί, γιόμισα το παγούρι με νερό, και με το σκαλίδι στον ώμο άρχιζα να κατηφορίζω για τη ρεματιά. Μέσα μου υπήρχε ο φόβος φαντασμάτων και των νεράιδων, αλλά η μάνα μου έλεγε πως «όποιος κάνει τοι σταυρό του άγγελο έχει στο πλευρό του». Στο έμπα της ρεματιάς συνάντησα τον συνομήλικό μου Γιωργιό. Πρώτα πήγαμε στη φλέγα (πηγή) και βάλαμε το νερό. Πρώτος πότισε ο Γιώργης. Εγώ με μια σφεντόνα κυνηγούσα κοτσύφια. Σε λίγο πήρα το νερό και, αφού πότισα τα δέντρα και το κήπο, το γύρισα στο ακαλλιέργητο χωράφι. Καθήσαμε κάτω από μια μπουρνελιά να φάμε το παξιμάδι και το τυρί.

Η φλέγα είχε πεντακάθαρο νερό, τα χαλίκια κάτω αστραποβολούσαν. Ο διάολος μου ’ριξε μια ιδέα που τη φανέρωσα στον Γιώργη: «Γιώργη, να κολυμπήσουμε;». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ξεβρακωνόμαστε και πέφτουμε στο νερό. Αφού χορτάσαμε κολύμπι και μακροβούτια, βγήκαμε να στεγνώσουμε. Καθήσαμε σε ένα βραχάκι και καθρεφτίζαμε τη γύμνια μας στο καθρέφτη του ήλιου. Κάποια στιγμή σηκωθήκαμε να ντυθούμε. Το σακούλι με τα ρούχα μας όμως είχε γίνει άφαντο. «Γιώργη, πού ’ναι τα ρούχα μας;». Κρύος ιδρώτας άρχισε να μας λούζει. Τι κάνουμε τώρα; Πώς θα πάμε στο χωριό; Είχαν απομείνει μόνο οι ελβιέλες μας. Φόρεσα εγώ τη δεξιά και ο Γιώργης την αριστερή και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι. Τη βουβαμάρα αυτή την έσπασε ο Γιώργης: «Πάμε πάλι πίσω στο περιβόλι, πάρε δυο τσουβαλάκια κοπριά, θα αδειάσουμε την κοπριά, θα κάνουμε μια τρύπα στον πάτο του κάθε τσουβαλιού και θα τα φορέσουμε». Πήραμε τον κατήφορο, μονοσάνδαλοι, γυμνιστές, οι πρώτοι Έλληνες γυμνιστές, η Μύκονος ήρθε δεύτερη, κρεμάσαμε ένα πλατανόφυλλο στα γεννητικά μας και βραχάκι βραχάκι ξαναγυρίσαμε στο περιβόλι. Αδειάσαμε την κοπριά, τρυπήσαμε τους πάτους απ’ τα τσουβάλια και φορέσαμε τα αρωματισμένα ενδύματα.

Ήταν ο πιο ανήφορος δρόμος. Η μυρουδιά από την κοπριά μάς έκαιγε τα ρουθούνια, ξυνόμασταν λες και είχαμε γεμίσει τριχοφά, ενώ το κουτσό μας ζάλο, λόγω της μιας ελβιέλας, μαρτυρούσε την ολοκληρωτική τραγωδία μας. Κάποια στιγμή η ρεματιά τελείωσε και έπρεπε να φανερωθούμε στον γυμνό δρόμο, όπου η κατάστασή μας θα γινόταν γνωστή στο χωριό. Βαδίζαμε ξυστά ξυστά στην άκρη του δρόμου, που από πάνω απλωνόταν ο Πευκιάς.

Η ώρα της αποκάλυψής μας όμως δεν άργησε. Ξαφνικά από ένα χωράφι δίπλα στο δρόμο πετάχτηκε μια χωριανή η οποία, βλέποντας τους δύο τσουβαλοντυμένους και με ένα παπούτσι, άρχισε να φωνάζει: «Παναγία μου! Δυο λουβιάρηδες!» και το έβαλε στα πόδια. «Χωριανοί! Δυο λουβιάρηδες!». Έπειτα από λίγο όλο το χωριό ερχόταν να δει τους λουβιάρηδες (λεπρούς), ενώ εμείς βαδίζαμε προς την άβυσσο. Κάποια στιγμή γυρίζουμε τις κεφαλές και βλέπουμε τον Σάββα τον νεροφόρο καβάλα στο γαϊδουράκι του. Λίγο πιο πίσω ερχόταν το κουλούκι (κουτάβι) του, έχοντας στα δόντι του το σακούλι με τα ρούχα μας και, λες και ήθελε και αυτό να συμπράξει στο ξεγιβέντισμά μας, τρέχει και αφήνει το σακούλι στα πόδια των χωρικών.

Μιχάλης Περαντώνης


ΒΗΜΑgazino, 3 Ιουλίου 2011
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Ευχαριστώ, Εάριον - και τον κ. Περαντώνη, βεβαίως! :)
Διαβάζοντας το πρώτο μέρος, μέχρι το παξιμάδι και το τυρί μέσ' απ' το ντορβαδάκι κάτω από τη μπουρνελιά, ένιωσα λες και κάποιος ανασκάλευε μ' εκείνο το σκαλίδι τις παιδικές μου αναμνήσεις και τις κατέγραφε. Τότε τίναξα το κεφάλι κι έπεσε το κέρμα. Πολύς δρόμος από κείνες τις ελβιέλες...
 
Θα χρησίμευε κι ένα γλωσσάρι για εμάς που γεννηθήκαμε μετά την εφεύρεση της γραφομηχανής.
 

Earion

Moderator
Staff member
Δαεμάνε, το έβαλα για να διατηρηθεί λιγάκι μέσα μας το πνεύμα του καλοκαιριού, τώρα που το αφήνουμε πίσω. :)

Ελληγενή, έβαλα εξήγηση για το τι θα πει λουβιάρηδες και φλέγα (< φλέβα). Ποια άλλη λέξη θέλεις; Ο ζάλος είναι το βήμα (εξού και πεντο-ζάλης, πέντε βήματα).
 
Μόνο το τριχοφά δεν ξέρω (τριχοφάγος; ) και το ξεγιβέντισμα. Τα βρήκα τα άλλα (μπουρνελιά και ελβιέλες). Ευχαριστώ για τις επεξηγήσεις. :)
 

SBE

¥
Θεέ μου, τώρα αισθάνομαι πραγματικά αρχαία! :eek:

:lol::lol::lol:

Εγώ δεν είχα ποτέ ελβιέλες, τα υφασμάτινα αθλητικά μου ήταν Κόνβερς (χωρίς ολ στάρ), θυμάμαι όμως αμυδρά διαφημίσεις Αλυσίδα- Ελβιέλα.
Ίσως για να το καταλάβει ο Ελληγενής πρέπει να του το πούμε με το αντίστοιχο αγγλικό. Plimsolls, ελληγενή, plimsolls.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εγώ πάλι δεν καταλαβαίνω πώς είναι δυνατό τα λεξικά να έχουν το μπικ και να μην έχουν την ελβιέλα.

Ορίστε, από το slang.gr:

Τα φόρεσε η μάνα, ο παππούς, ο πατέρας, ο αδελφός ίσως και ο προπάππος μου. Και απ' ό,τι φαίνεται θα τα φορέσουν ακόμα γενεές πολλές που θά 'ρθουν. Τα αθλητικά παπούτσια, οι ελβιέλες (από την ΕΛ. ΒΙ. ΕΛΑ. -Ελληνική Βιομηχανία Ελαστικών- 1940-1949) συνώνυμο των αθλητικών τύπου ALL-STAR, θα λέγαμε οι νεότεροι, είναι το δημοφιλέστερο είδος παπουτσιού όλων των εποχών. Σύμβολο των άγριων νιάτων του '50 (βλέπε James Dean) με λευκό μπλουζάκι, τζιν και αθλητικό, αλλά και όλων των γενεών της ροκαμπίλι, ροκ, πανκ ροκ, grunge, και emo μόδας, αλλά και της άνεσης για τους λιγότερο μουσικόφιλους.
http://www.slang.gr/lemma/show/elbiela_6334/

Να μη μείνουμε στα plimsolls.

Athletic shoe is a generic name for the footwear primarily designed for sports or other forms of physical exercise but in recent years has come to be used for casual everyday activities.
They are also known as trainers (British English and Hong Kong English), trabs (British English), daps (Welsh English), sandshoes, gym boots or joggers (Australian English), running shoes, runners or gutties (American English, Canadian English, Hiberno-English), sneakers (American English, Australian English, and Indian English), tennis shoes (British English and American English), gym shoes, tennies, sports shoes, sneaks, tackies[1] (South African English and Hiberno-English), rubber shoes (Philippine English) or canvers (Nigerian English).

http://en.wikipedia.org/wiki/Athletic_shoe
 

nickel

Administrator
Staff member
Μάλλον θα πρέπει να κλέψω αυτό το μήνυμα από το φόρουμ του Φαροφύλακα και να αρχίσουμε ένα νήμα με μάρκες και αναμνήσεις και λέξεις που πρέπει να μπουν στα λεξικά, να καταλαβαίνουν και οι νεότεροι...

http://www.λέσχη.gr/forum/showthrea...σωπευτικά-είδους&p=36165&viewfull=1#post36165
 

SBE

¥
Τα πλίμσολ είναι εμπορική ονομασία (αν και δεν ξεκίνησε σαν εμπορική ονομασία). Και δεν χρησιμοποιείται σήμερα η λέξη παρά μόνο από ηλικιωμένους. Όπως και η Ελβιέλα. Γι'άυτό το επέλεξα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Και δεν χρησιμοποιείται σήμερα η λέξη παρά μόνο από ηλικιωμένους. Όπως και η Ελβιέλα.
Εγώ τα λέω όλα αθλητικά... :)
 

daeman

Administrator
Staff member
Μόνο το τριχοφά δεν ξέρω (τριχοφάγος; ) και το ξεγιβέντισμα. Τα βρήκα τα άλλα (μπουρνελιά και ελβιέλες). Ευχαριστώ για τις επεξηγήσεις. :)

Ναι, τριχοφάγος.
Για το ξεγιβέντισμα (και γεβέντισμα), τη διαπόμπευση, εδώ ταιριάζει γάντι το walk of shame.

Οι ελβιέλες σ' ένα κείμενο με ανάλογο πνεύμα (με θέμα που πιστεύω ότι θα σου αρέσει, Helle) και σε φωτό:


- Σπορτέξ; Τι σπορτέξ;
- Zita Hellas ήταν τα δικά μου, μόνο που τώρα γίνανε Ζήτα, Ελλάς. :eek:mg:

Επίσης, το ζάλο συνήθως για το βήμα και τον πήδο, κι ας προέρχεται από τον σάλο, ενώ ο ζάλος είναι η σκοτούρα, το βάσανο.

Τα ζάλα εκείνου π' αγαπά και του αντρειωμένου
οι μέρες τα λιγαίνουνε κι οι νύχτες τα πληθαίνου

Άλλο χορό δε ρέγουμαι ωσάν τον πεντοζάλη
που κάνει τρία ζάλα μπρος και δυο γυρίζει πάλι
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αλυσίδα ήταν η μάρκα με την οποία προσπάθησε να επανέλθει η ξεπερασμένη πια ελβιέλα στην αγορά των 70ζ.

Στο μεταξύ, ορίστε απόκομμα από εφημερίδα (Ελευθερία, 22/4/1950) όπου βλέπουμε ότι το όνομα των συγκεκριμένων παπουτσιών εκείνη την εποχή ήταν λινά:



(Ακόμη δεν είχε γίνει η νομισματική μεταρρύθμιση που έκοψε τα τρία μηδενικά.)
 

Attachments

  • elviela.JPG
    elviela.JPG
    29.7 KB · Views: 1,212
Top