Πώς έγινα άθελά μου γυμνιστής ...
Εμπειρία
Η ρεματιά του Κόρακα βρίσκεται νότια του χωριού μας στην Κρήτη. Για μας τα παιδιά ήταν τότε, πριν κάμποσες δεκαετίες, χώρος ονειρικός: έδινε τροφή για ιστορίες με νεράιδες και φαντάσματα. Παρ’ όλα αυτά, την ημέρα πηγαίναμε και ποτίζαμε τα περιβόλια που απλώνονταν δεξιά και αριστερά των τρεχούμενων νερών της. Η σειρά με την οποία ο καθένας πότιζε το περιβόλι του καθοριζόταν από τον Σάββα τον νεροφόρο. Ο Σάββας, ένα καλοκάγαθο ανθρωπάκι, φρόντιζε να μην αδικήσει κανέναν και στο τεφτέρι του έγραφε πότε πότιζε ο ένας και πότε ο άλλος.
Ένα βράδυ λοιπόν ήρθε στο σπίτι μας και μας ανακοίνωσε ότι αύριο πρωί πρωί έχουμε πότισμα στον Κόρακα. Την άλλη μέρα τα χαράματα ο πατέρας με ξύπνησε, ήταν καλοκαίρι και δεν είχαμε σχολείο, να πάω να ποτίσω τις πορτοκαλιές και τον κήπο. Πήρα σε ένα σακούλι λίγο παξιμάδι και τυρί, γιόμισα το παγούρι με νερό, και με το σκαλίδι στον ώμο άρχιζα να κατηφορίζω για τη ρεματιά. Μέσα μου υπήρχε ο φόβος φαντασμάτων και των νεράιδων, αλλά η μάνα μου έλεγε πως «όποιος κάνει τοι σταυρό του άγγελο έχει στο πλευρό του». Στο έμπα της ρεματιάς συνάντησα τον συνομήλικό μου Γιωργιό. Πρώτα πήγαμε στη φλέγα (πηγή) και βάλαμε το νερό. Πρώτος πότισε ο Γιώργης. Εγώ με μια σφεντόνα κυνηγούσα κοτσύφια. Σε λίγο πήρα το νερό και, αφού πότισα τα δέντρα και το κήπο, το γύρισα στο ακαλλιέργητο χωράφι. Καθήσαμε κάτω από μια μπουρνελιά να φάμε το παξιμάδι και το τυρί.
Η φλέγα είχε πεντακάθαρο νερό, τα χαλίκια κάτω αστραποβολούσαν. Ο διάολος μου ’ριξε μια ιδέα που τη φανέρωσα στον Γιώργη: «Γιώργη, να κολυμπήσουμε;». Χωρίς δεύτερη κουβέντα, ξεβρακωνόμαστε και πέφτουμε στο νερό. Αφού χορτάσαμε κολύμπι και μακροβούτια, βγήκαμε να στεγνώσουμε. Καθήσαμε σε ένα βραχάκι και καθρεφτίζαμε τη γύμνια μας στο καθρέφτη του ήλιου. Κάποια στιγμή σηκωθήκαμε να ντυθούμε. Το σακούλι με τα ρούχα μας όμως είχε γίνει άφαντο. «Γιώργη, πού ’ναι τα ρούχα μας;». Κρύος ιδρώτας άρχισε να μας λούζει. Τι κάνουμε τώρα; Πώς θα πάμε στο χωριό; Είχαν απομείνει μόνο οι ελβιέλες μας. Φόρεσα εγώ τη δεξιά και ο Γιώργης την αριστερή και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον αποσβολωμένοι. Τη βουβαμάρα αυτή την έσπασε ο Γιώργης: «Πάμε πάλι πίσω στο περιβόλι, πάρε δυο τσουβαλάκια κοπριά, θα αδειάσουμε την κοπριά, θα κάνουμε μια τρύπα στον πάτο του κάθε τσουβαλιού και θα τα φορέσουμε». Πήραμε τον κατήφορο, μονοσάνδαλοι, γυμνιστές, οι πρώτοι Έλληνες γυμνιστές, η Μύκονος ήρθε δεύτερη, κρεμάσαμε ένα πλατανόφυλλο στα γεννητικά μας και βραχάκι βραχάκι ξαναγυρίσαμε στο περιβόλι. Αδειάσαμε την κοπριά, τρυπήσαμε τους πάτους απ’ τα τσουβάλια και φορέσαμε τα αρωματισμένα ενδύματα.
Ήταν ο πιο ανήφορος δρόμος. Η μυρουδιά από την κοπριά μάς έκαιγε τα ρουθούνια, ξυνόμασταν λες και είχαμε γεμίσει τριχοφά, ενώ το κουτσό μας ζάλο, λόγω της μιας ελβιέλας, μαρτυρούσε την ολοκληρωτική τραγωδία μας. Κάποια στιγμή η ρεματιά τελείωσε και έπρεπε να φανερωθούμε στον γυμνό δρόμο, όπου η κατάστασή μας θα γινόταν γνωστή στο χωριό. Βαδίζαμε ξυστά ξυστά στην άκρη του δρόμου, που από πάνω απλωνόταν ο Πευκιάς.
Η ώρα της αποκάλυψής μας όμως δεν άργησε. Ξαφνικά από ένα χωράφι δίπλα στο δρόμο πετάχτηκε μια χωριανή η οποία, βλέποντας τους δύο τσουβαλοντυμένους και με ένα παπούτσι, άρχισε να φωνάζει: «Παναγία μου! Δυο λουβιάρηδες!» και το έβαλε στα πόδια. «Χωριανοί! Δυο λουβιάρηδες!». Έπειτα από λίγο όλο το χωριό ερχόταν να δει τους λουβιάρηδες (λεπρούς), ενώ εμείς βαδίζαμε προς την άβυσσο. Κάποια στιγμή γυρίζουμε τις κεφαλές και βλέπουμε τον Σάββα τον νεροφόρο καβάλα στο γαϊδουράκι του. Λίγο πιο πίσω ερχόταν το κουλούκι (κουτάβι) του, έχοντας στα δόντι του το σακούλι με τα ρούχα μας και, λες και ήθελε και αυτό να συμπράξει στο ξεγιβέντισμά μας, τρέχει και αφήνει το σακούλι στα πόδια των χωρικών.
Μιχάλης Περαντώνης
ΒΗΜΑgazino, 3 Ιουλίου 2011