Θέμη, σε σχέση με το 1ο σημείο (του #38), προσπαθώ να καταλάβω πού συμφωνούμε και πού διαφωνούμε (και σε ποιο σημείο μάς μπερδεύει η διαφορετική ορολογία ή η διαφορετική εστίαση).
Νομίζω ότι δεν είναι δυνατόν να ξεκινάμε θεωρώντας δεδομένα κάποια πράγματα που δεν είναι, και μάλιστα με εντελώς φορμαλιστικά κριτήρια. Θα πρέπει να έχουμε διαπιστώσει εντελώς συγκεκριμένα, στη ζωντανή γλωσσική χρήση, ότι όντως έχει συντελεστεί σημασιολογική συγχώνευση/ υπέρβαση της διάκρισης σε δύο ομόηχους μορφολογικούς τύπους του ρήματος. Το ομόηχο δύο τύπων του πίνακα κλίσης των ρημάτων δεν αποδεικνύει τίποτε από μόνο του.
Εδώ, μάλλον συμφωνούμε (αν και θα χρησιμοποιούσα ίσως ελαφρά διαφορετική διατύπωση). Σε τελική ανάλυση, το μόνο που σου ζητούσα, στην αρχή της κουβέντας, ήταν να αναγνωρίσεις ότι υπάρχει μόνο ένας, κοινός, μορφολογικός τύπος (δηλ., σε απλά λόγια, μια και μόνο λέξη). Ασφαλώς ο ίδιος μορφολογικός τύπος μπορεί να έχει διαφορές συνταχτικές-σημασιολογικές λειτουργίες, π.χ. το «ήταν» μπορεί να είναι ενικός ή πληθυντικός (άρα σ’ αυτό το –λιγότερο απλό– επίπεδο μπορούμε να πούμε ότι είναι δύο διαφορετικές λέξεις). Ή, στα ουσιαστικά, η λέξη «ναύτη» είναι μορφολογικά μία, αλλά μπορεί να έχει τουλάχιστον δύο συνταχτικές λειτουργίες (γενική, αιτιατική) – κι αυτό φαίνεται καθαρά αν αντικαταστήσουμε το αρσενικό ουσιαστικό με θηλυκό ή ουδέτερο.
Εκεί που αρχίζουμε μάλλον να διαφωνούμε είναι όταν λες (νομίζω) ότι καλό θα ήταν, σε τέτοιες περιπτώσεις, να υπάρχει ορθογραφική διάκριση (δηλ. ο ίδιος μορφολογικός τύπος να γράφεται διαφορετικά ανάλογα με τη συνταχτική ή σημασιολογική λειτουργία). Δεν ζήτησες βέβαια να επινοήσουμε κάποια νέα ορθογραφική διάκριση στα παραδείγματα που δίνω παραπάνω – ζήτησες να διατηρήσουμε τις ορθογραφικές διακρίσεις που βρίσκουμε καθιερωμένες (όπως στο να παραβάλλω/να παραβάλω ή, τελικά παρόμοιο είναι, στο είμαστε/ήμαστε). Κι αυτό για τη διευκόλυνση, λες, του αναγνώστη, για ευκολότερη και σαφέστερη κατανόηση.
Οι αντιρρήσεις μου εδώ είναι:
α) Αυτή η στρατηγική της ορθογραφικής διάκρισης συσκοτίζει τη γραμματική ανάλυση, καθώς συντηρεί την (κακή) συνήθεια να «κάνουμε γραμματική» ξεκινώντας απ’ την ορθογραφία.
β) Η λογική αυτή είναι επικίνδυνη γιατί δεν ξέρουμε πού θα σταματήσει. Π.χ. με το ίδιο σκεπτικό, κάποιοι ζητούσαν (ή ζητάνε) να ξεχωρίζουν ορθογραφικά οι καταλήξεις της υποτακτικής, -η αντί -ει (όταν μιλάμε για «καθιερωμένες» ορθογραφίες, ο καθένας το παίρνει όπως θέλει). Ή, για να το ρίξουμε στη φαντασιοκοπία, αν «του ναύτη» είναι γενική και «το(ν) ναύτη» είναι αιτιατική, μπορεί κάποιος να υποστηρίξει ότι «στο(ν) ναύτη» είναι δοτική (διαφορετική συνταχτική-σημασιολογική λειτουργία!) – και με την ευκαιρία να ζητήσει αποκατάσταση της υπογεγραμμένης (κι αυτή «καθιερωμένη» ήταν, σε κάποιο επίπεδο).
(Θυμίζω ότι μιλάμε σε θεωρητικό επίπεδο – δεν σχεδιάζουμε κάποια ορθογραφική μεταρρύθμιση τώρα. Στην πράξη, θα ζητούσα μόνο περισσότερη επιείκεια ή χαλαρότητα όταν επικρίνουμε ορθογραφικά σφάλματα τέτοιου είδους.)
ΥΓ. Νομίζω ότι εντόπισα κι ένα δεύτερο σημείο «πραγματικής διαφωνίας» στο αυτό θέμα – αλλά δε θα περάσω όλη τη μέρα μου γράφοντας εδώ. Θα ήθελα επίσης να σχολιάσω το #42, όπου χοντρικά συμφωνώ αλλά μπαίνουν κάποια ζητηματάκια.