Η Άσπρη Λέξη είχε κάποτε κυκλοφορήσει το παρακάτω σημείωμα:
Το ρήμα βάλλω και τα σύνθετά του γράφονται με δύο λ στους εξακολουθητικούς χρόνους (ενεστώτα, παρατατικό και εξακολουθητικό μέλλοντα), ενώ με ένα λ στους στιγμιαίους (αόριστο, στιγμιαίο μέλλοντα, παρακείμενο, υπερσυντέλικο), π.χ. μήπως αμφιβάλλεις; (= ενεστώτας)· κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς (= παρατατικός)· τα βάσανα τον κατέβαλαν (= αόριστος)· αν δεν μπορείς, θα το αναβάλω για αύριο (= στιγμιαίος μέλλοντας) θα υπερβάλλει διαρκώς κατά τη διάρκεια της συζήτησης, γι’ αυτό να είσαι υπομονετικός και ψύχραιμος (= εξακολουθητικός μέλλοντας).
Έχω ένα μικρό πρόβλημα με το παράδειγμα «κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς», το οποίο θα μπορούσε ωραιότατα να είναι αόριστος, «κατέβαλε». Ας χρησιμοποιήσουμε το ρήμα
βάζω. (Παρένθεση: Το ρήμα στη δημοτική είναι συνήθως
βάζω.
Βάλλω είναι το λόγιο, με άλλες σημασίες. Μοιράζονται τον αόριστο,
έβαλα.) Μπορούμε να πούμε: «Έβαζε τα δυνατά του στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς», μπορούμε όμως να πούμε και «Έβαλε τα δυνατά του στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς». Δηλαδή, η χρήση τού «στη διάρκεια» δεν επιβάλλει να έχουμε εξακολουθητικό χρόνο. Ενώ, αν έγραφε «συνεχώς», θα λέγαμε σίγουρα «κατέβαλλε συνεχώς μεγάλες προσπάθειες την προηγούμενη χρονιά». Ψιλά γράμματα.
Λίγο πιο σοβαρό πρόβλημα έχω με αυτό που γράφει το
Εγκόλπιο της ορθής γραφής (του καθηγητή Μαρωνίτη για το περιοδικό Ταχυδρόμος):
Το ρήμα βάλλω (και τα σύνθετα του) γράφονται με δύο -λ- μόνον στον ενεστώτα και στον παρατατικό· στους άλλους χρόνους γράφονται με ένα -λ-. Γράφουμε:
βάλλω, έβαλλα· θα βάλω (μέλλων)· έβαλα, να βάλω (αόριστος)· έχω βάλει.
Αναφέρει τον παρακείμενο, που ξέχασα να βάλω στην πρώτη απάντηση, ο οποίος σχηματίζεται με το απαρέμφατο του αορίστου (που είναι στιγμιαίος χρόνος). Ξεχνάει ωστόσο τον εξακολουθητικό μέλλοντα. Π.χ.
Θα μας καταβάλλετε (=δίνετε)
100 ευρώ κάθε μήνα. Θα μας καταβάλετε (=δώσετε)
τα πρώτα 100 ευρώ τον Ιούνιο.
Τέλος, τα ρήματα σε –λω δεν είναι μόνο τα σύνθετα από το
βάλλω. Όλα τα ρήματα σε –λω (εκτός από το
θέλω και το
οφείλω) γράφονται με δύο –λλ– στους εξακολουθητικούς χρόνους. Εκτός από τα σύνθετα του
βάλλω (
αμφιβάλλω, αναβάλλω, αντικαταβάλλω, αντιπαραβάλλω, αποβάλλω, βάλλω, διαβάλλω, εισβάλλω, εκβάλλω, επιβάλλω, εφεσιβάλλω, καταβάλλω, μεταβάλλω, πανικοβάλλω, παραβάλλω, παρεμβάλλω, περιβάλλω, προβάλλω, προκαταβάλλω, προσβάλλω, συμβάλλω, υπερβάλλω, υποβάλλω κ.ά.) υπάρχουν και τα:
ψάλλω (ή ψέλνω), αλλά:
του έψαλε τον εξάψαλμο.
σφάλλω, αλλά:
έσφαλα και ζητάω συγνώμη.
Επίσης τα:
πάλλω και
θάλλω.
απαγγέλλω (αόριστος
απήγγειλε),
αγγέλλω, αναγγέλλω, εξαγγέλλω, καταγγέλλω, παραγγέλλω κ.ά.
αναστέλλω (αόριστος
ανέστειλε),
αντιδιαστέλλω, αποστέλλω, διαστέλλω, εξαποστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, συστέλλω, υποστέλλω κ.ά.
ποικίλλω (αλλά:
Φρόντισε αυτή τη φορά να ποικίλεις τη διήγησή σου με στοιχεία της καθημερινότητας.)
ανατέλλω (αλλά:
Ο ήλιος ανέτειλε στις έξι σήμερα.)
εξοκέλλω (αλλά:
Το πλοίο εξόκειλε στο ακρωτήριο της Συκιάς.)