Ένα ή δύο -λ-; (1. Τα ρήματα σε -λω)

Wish

New member
Χρήση ενός λ και δύο λλ...

Καλησπέρα σας! Σήμερα ανακάλυψα την ύπαρξη αυτού του φόρουμ τυχαία και χαίρομαι πολύ που υπάρχει ένας τέτοιος ιστοχώρος, για να λύνουμε τις απορίες μας! Συγχαρητήρια στην ΟΔ και σ' όλα τα μέλη που κρατούν την κοινότητα ζωντανή!

Στο θέμα μας λοιπόν... Σήμερα έτυχε να πιάσω τη συζήτηση με κάτι φίλες μου σχετικά με τις λέξεις που άλλοτε έχουν δύο λλ κι άλλοτε ένα λ, όπως το καταβάλλω, επιβάλλω, αναβάλλω κλπ Θα ήθελα να μου πείτε πότε βάζουμε δύο λλ και πότε ένα λ (πχ. πώς γράφεται το να μην αναβά__εις κλπ).

Ευχαριστώ πολύ! :)
 
Last edited by a moderator:

nickel

Administrator
Staff member
Καλώς την κι ας άργησες! (Και το μόνο που σε σώζει είναι που μένουν ακόμα μερικά εκατομμύρια που δεν μας έχουν πάρει χαμπάρι. :) )

Λοιπόν, είσαι τυχερή. Γιατί ετοιμάζω ένα νήμα με τίτλο «Ένα ή δύο -λ-;» Αλλά έχει τόσο ψωμί που θα αργήσω να ξεφουρνίσω.

Στα γρήγορα για αυτά τα ρήματα σε —λω:

Βάζουμε ένα ή δύο -λ- ανάλογα με το αν ο τύπος εκφράζει διάρκεια ή το στιγμιαίο. Τα πράγματα είναι τόσο απλά όσο το «Four legs good, two legs bad» από την οργουελική Φάρμα των ζώων: –λλ– το εξακολουθητικό, –λ– το στιγμιαίο και οι παράγωγες λέξεις, π.χ. Γιατί του αρέσει να με προσβάλλει; Το είπε για αστείο, δεν ήθελε να σε προσβάλει. Πόσες προσβολές να αντέξω;

Πρακτική λύση: Βάζεις ένα άλλο ρήμα στη θέση π.χ. του αναβάλλω που έχεις στην πρότασή σου (όχι το «κάνω», δεν έχει διαφορά ανάμεσα στο εξακολουθητικό και το στιγμιαίο). Αν χρησιμοποιήσεις εξακολουθητικό τύπο, το αναβάλλω θέλει δύο -λ-. Π.χ.

Να μην ανα~ πάλι τη συνάντησή σας γιατί θα θυμώσει. > Να μη ζητήσεις νέα αναβολή > Να μην αναβάλεις.
Κάθε φορά που ανα~ το ραντεβού, πέφτεις κι ένα σκαλί στην εκτίμησή του. > Κάθε φορά που ζητάς... > που αναβάλλεις

Περισσότερα προσεχώς. Και μάλιστα λέω να το σπρώξω λίγο το ζήτημα. Να μην το αναβάλω άλλο.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η Άσπρη Λέξη είχε κάποτε κυκλοφορήσει το παρακάτω σημείωμα:

Το ρήμα βάλλω και τα σύνθετά του γράφονται με δύο λ στους εξακολουθητικούς χρόνους (ενεστώτα, παρατατικό και εξακολουθητικό μέλλοντα), ενώ με ένα λ στους στιγμιαίους (αόριστο, στιγμιαίο μέλλοντα, παρακείμενο, υπερσυντέλικο), π.χ. μήπως αμφιβάλλεις; (= ενεστώτας)· κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς (= παρατατικός)· τα βάσανα τον κατέβαλαν (= αόριστος)· αν δεν μπορείς, θα το αναβάλω για αύριο (= στιγμιαίος μέλλοντας) θα υπερβάλλει διαρκώς κατά τη διάρκεια της συζήτησης, γι’ αυτό να είσαι υπομονετικός και ψύχραιμος (= εξακολουθητικός μέλλοντας).

Έχω ένα μικρό πρόβλημα με το παράδειγμα «κατέβαλλε μεγάλες προσπάθειες στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς», το οποίο θα μπορούσε ωραιότατα να είναι αόριστος, «κατέβαλε». Ας χρησιμοποιήσουμε το ρήμα βάζω. (Παρένθεση: Το ρήμα στη δημοτική είναι συνήθως βάζω. Βάλλω είναι το λόγιο, με άλλες σημασίες. Μοιράζονται τον αόριστο, έβαλα.) Μπορούμε να πούμε: «Έβαζε τα δυνατά του στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς», μπορούμε όμως να πούμε και «Έβαλε τα δυνατά του στη διάρκεια της προηγούμενης χρονιάς». Δηλαδή, η χρήση τού «στη διάρκεια» δεν επιβάλλει να έχουμε εξακολουθητικό χρόνο. Ενώ, αν έγραφε «συνεχώς», θα λέγαμε σίγουρα «κατέβαλλε συνεχώς μεγάλες προσπάθειες την προηγούμενη χρονιά». Ψιλά γράμματα.

Λίγο πιο σοβαρό πρόβλημα έχω με αυτό που γράφει το Εγκόλπιο της ορθής γραφής (του καθηγητή Μαρωνίτη για το περιοδικό Ταχυδρόμος):

Το ρήμα βάλλω (και τα σύνθετα του) γράφονται με δύο -λ- μόνον στον ενεστώτα και στον παρατατικό· στους άλλους χρόνους γράφονται με ένα -λ-. Γράφουμε:

βάλλω, έβαλλα· θα βάλω (μέλλων)· έβαλα, να βάλω (αόριστος)· έχω βάλει.

Αναφέρει τον παρακείμενο, που ξέχασα να βάλω στην πρώτη απάντηση, ο οποίος σχηματίζεται με το απαρέμφατο του αορίστου (που είναι στιγμιαίος χρόνος). Ξεχνάει ωστόσο τον εξακολουθητικό μέλλοντα. Π.χ. Θα μας καταβάλλετε (=δίνετε) 100 ευρώ κάθε μήνα. Θα μας καταβάλετε (=δώσετε) τα πρώτα 100 ευρώ τον Ιούνιο.

Τέλος, τα ρήματα σε –λω δεν είναι μόνο τα σύνθετα από το βάλλω. Όλα τα ρήματα σε –λω (εκτός από το θέλω και το οφείλω) γράφονται με δύο –λλ– στους εξακολουθητικούς χρόνους. Εκτός από τα σύνθετα του βάλλω (αμφιβάλλω, αναβάλλω, αντικαταβάλλω, αντιπαραβάλλω, αποβάλλω, βάλλω, διαβάλλω, εισβάλλω, εκβάλλω, επιβάλλω, εφεσιβάλλω, καταβάλλω, μεταβάλλω, πανικοβάλλω, παραβάλλω, παρεμβάλλω, περιβάλλω, προβάλλω, προκαταβάλλω, προσβάλλω, συμβάλλω, υπερβάλλω, υποβάλλω κ.ά.) υπάρχουν και τα:
ψάλλω (ή ψέλνω), αλλά: του έψαλε τον εξάψαλμο.
σφάλλω, αλλά: έσφαλα και ζητάω συγνώμη.
Επίσης τα: πάλλω και θάλλω.

απαγγέλλω (αόριστος απήγγειλε), αγγέλλω, αναγγέλλω, εξαγγέλλω, καταγγέλλω, παραγγέλλω κ.ά.
αναστέλλω (αόριστος ανέστειλε), αντιδιαστέλλω, αποστέλλω, διαστέλλω, εξαποστέλλω, καταστέλλω, περιστέλλω, συστέλλω, υποστέλλω κ.ά.
ποικίλλω (αλλά: Φρόντισε αυτή τη φορά να ποικίλεις τη διήγησή σου με στοιχεία της καθημερινότητας.)
ανατέλλω (αλλά: Ο ήλιος ανέτειλε στις έξι σήμερα.)
εξοκέλλω (αλλά: Το πλοίο εξόκειλε στο ακρωτήριο της Συκιάς.)
 

Wish

New member
Πω! Πω! Ό,τι και να πω θα είναι λίγο! Σε ευχαριστώ ΠΟΛΥ! Επιτέλους, τα ξεδιάλυνα στο μυαλό μου!!!
 

Katsik35

Member
'Ενας μνημονικός κανόνας (του Γρ. Ξενόπουλου): στους εξακολουθητικούς χρόνους, η πράξη γίνεται πολλές φορές, άρα βάζουμε πολλά (=δύο) -λ-. Στους στιγμιαίους, η πράξη γίνεται μία μόνο φορά, άρα βάζουμε ένα μόνον -λ-.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εμ, αυτός ήταν κοτζάμ Ξενόπουλος, εγώ ένας απλός παραξενόπουλος. ;)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μπα, παραξενόπουλος είναι αυτός (ο μαστρο-yours truly) που βλέπει στον τίτλο τα «δύο λλ» και λέει πως τούτο ισοδυναμεί με τέσσερα λ — και ψάχνεται πώς να τον αλλάξει. :D
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Χμμμ... Όχι ότι δεν μου αρέσει με τη σαφήνειά του το δύο -λ-, αλλά αν δούμε κάπου «οι δύο κκ» ή «τα τρία αδελφά ΚΚ» ή «οι πέντε γγ των ομοσπονδιών» θα θεωρήσουμε ότι αφορά τέσσερις κυρίες, έξι κομμουνιστικά κόμματα ή δέκα γενικούς γραμματείς; Με άλλα λόγια, μήπως έχουμε κάπως στο μυαλό μας μια άρρητη σύμβαση που λέει ότι όταν έχουμε δύο φορές ένα ξεκρέμαστο γράμμα, σημαίνει πολλά από τον όποιο συμβολισμό του (εδώ: δύο λάμδα κατά τις δύο κυρίες και όχι κυρίες-κυρίες), ενώ το πόσα πολλά ακριβώς έχουμε προσδιορίζεται από τον αριθμό που προηγείται;
 

Earion

Moderator
Staff member
Αφού θυμίσαμε το μνημονικό κανόνα για το βάλλω
μία φορά, ένα λάμδα -- πολλές φορές, πολλά λάμδα
ας θυμηθούμε και το ρήμα άγω, που κι αυτό προκαλεί σύγχυση
(να προάγω/να προαγάγω -- να παράγω/να παραγάγω).
Εδώ ισχύει το ακριβώς αντίστροφο:

μία φορά, δύο αγ -- πολλές φορές, ένα αγ
 

Inachus

Member
Με αφορμή το άγω, ας δούμε λίγο κάποιους τύπους του σύνθετου παράγω, που χρησιμοποιείται πιο συχνά:
Εν. : παράγω
Συν./Στ. Μέλ. :θα παράξω (και όχι θα παραγάγω, από το μελλοντικό θέμα -αξ )
Αόρ Υποτ.: να παραγάγω (από το θέμα -αγαγ του αορ. β')
 
Ως προς τις ορθογραφικές συμβάσεις, εντάξει.

Σε θεωρητικό επίπεδο όμως, γίνεται εδώ μια απάτη.
Στα ρήματα αυτά ΔΕΝ υπάρχει διάκριση μεταξύ "στιγμιαίου/εξακολουθητικού" (ή "συνοπτικού/μη συνοπτικού") κι εμείς παίζουμε με τα λ για να δείξουμε ότι τάχα διάκριση υπάρχει.
Και μερικές φορές θεωρητικολογούμε κιόλας, στηριγμένοι στην (ορθογραφική) διαφορά σα να αντιστοιχούσε σε πραγματική διαφορά στη γλώσσα.

Αν μου χρειαστεί να δηλώσω καμιά πιο λεπτή διάκριση, λέω να βάλω 3 λ...
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Αν μου χρειαστεί να δηλώσω καμιά πιο λεπτή διάκριση, λέω να βάλω 3 λ...
Μη δίνεις ιδέες, στα γερμανικά τα καθιέρωσαν ήδη τα τριπλά σύμφωνα...
 

nickel

Administrator
Staff member
Μη δίνεις ιδέες, στα γερμανικά τα καθιέρωσαν ήδη τα τριπλά σύμφωνα...
Για τους κεκέδες ή για όλους; Γράφουν «είναι ζζζαβλακωμένος»; Τι εννοείς, κάνε μας το λιανά.

Μπουκανιέρε, δεν κατάλαβα, αλλά, αν βαριέσαι να εξηγήσεις, μου το χρωστάς προφορικό.
 
Ως προς τις ορθογραφικές συμβάσεις, εντάξει.
Δεν είναι απλώς μια σημασιολογικά ανώδυνη ορθογραφική σύμβαση (κατά το Λισσαβώνα/ Λισαβόνα). Είναι ανάγκη του γραπτού λόγου για να μπορεί να μεταφέρει το νόημα. Μου έχουν τύχει πάρα πολλές περιπτώσεις όπου το ένα ή τα δύο -λ- δίνουν τεράστια νοηματική διαφορά. Δεν είναι καθόλου πρακτικό να πολλαπλασιάζουμε τις περιπτώσεις όπου βρισκόμαστε αναγκασμένοι να δώσουμε τη διάκριση καταφεύγοντας σε τεχνάσματα.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μη δίνεις ιδέες, στα γερμανικά τα καθιέρωσαν ήδη τα τριπλά σύμφωνα...
Παλιότερα, στις σύνθετες λέξεις, όπου το πρώτο συνθετικό τελειώνει με διπλό σύμφωνο (π.χ. Schiff, πλοίο) και το δεύτερο συνθετικό αρχίζει από το ίδιο σύμφωνο (π.χ. Fahrt, ταξίδι, διαδρομή, πορεία), η γραφή ήταν με δύο σύμφωνα: Schiff+Fahrt > Schiffahrt (ταξίδι με πλοίο). Τώρα γράφεται με τρία f (για να είναι διαφανής η ετυμολογία...): Schiff+Fahrt > Schifffahrt.
 

nickel

Administrator
Staff member
Μμμ, το φαντάστηκα, αλλά δεν ήξερα ότι τρώγανε το ένα παλιά. Στα αγγλικά κρατάνε την απόσταση· είτε σε δύο λέξεις ή με ενωτικό, τα κρατάνε χωριστά αυτά.
 
Ε, τότε, Θέμη, να γράφουμε και "θα είμμαι", "να έχχω", "να παρκάρρει" κλπ.- κρίμα είναι, στα ρήματα αυτά, να χαθεί καμιά ενδεχόμενη τεράστια νοηματική διαφορά.
Αμφισβητείς μήπως ότι το "να προβάλω" και το "να προβάλλω" είναι ακριβώς το ίδιο στην προφορική γλώσσα; Εδώ τι γίνεται με τις νοηματικές διαφορές;
 
Με άλλα λόγια, αυτό που γράφεις
Είναι ανάγκη του γραπτού λόγου για να μπορεί να μεταφέρει το νόημα.
αφήνει να εννοηθεί (αναγκαίο συμπέρασμα μάλλον) ότι η προφορική γλώσσα είναι ανάπηρη (φτωχή κλπ).
 

nickel

Administrator
Staff member
Τρόμαξα κι εγώ να σε καταλάβω. Ε, και βέβαια είναι ανισορροπίες της γλώσσας αυτά, άντε της προφορικής σ' αυτή την περίπτωση, αφού δεν την έφτιαξε ο υπερδύναμος με κάποιον γνώμονα να μας την παραδώσει έτοιμη και συμμετρική (κι ας μην ακούς τι λένε κάποιοι). Οπότε εμείς περιοριζόμαστε να περιγράφουμε και να εξηγούμε. Δεν είναι δουλειά μας να καταργούμε. Εσύ κρατάς τη διαφορά στα γραφτά σου;
 
Top