Search results

  1. pidyo

    nation-building vs state-building

    Εθνογένεση είναι εξίσου δόκιμη και εξίσου (αν όχι περισσότερο) συχνή απόδοση του nation building. Ο ελληνικός όρος μάλιστα χρησιμοποιείται κανονικά και στα αγγλικά. Υποθέτω πως η εθνοδόμηση διατηρεί τη χρησιμότητά της όταν θέλει να δώσει κανείς έμφαση στο εμπρόθετο της διαδικασίας (στην...
  2. pidyo

    fabulosity

    Θεότητα, από το ψινάκειο "Είσαι θεά αγάπη μου". Οπότε οι fabs θα λέγονταν πολύ απλά θεές, το team fabulosity, ξέρω γω, πιστές θεές, κλπ. Ένα ολόκληρο σημασιολογικό πεδίο ανοίγεται.
  3. pidyo

    Bewar cultivation

    Νόμισα πως το είδος καλλιέργειας προέρχεται από το τοπωνύμιο. Μπορεί και να συμβαίνει το αντίθετο, τελικά. Ψάχνοντας στο jstor βρίσκω ένα άρθρο (Ramachandra Guha and Madhav Gadgil, "State Forestry and Social Conflict in British India", Past & Present 123 [1989] 141-177), σύμφωνα με το οποίο...
  4. pidyo

    Bewar cultivation

    Το λήμμα της Wiki έχει τη γραφή του τοπωνυμίου στα Χίντι: बेवर. Δεν υπάρχει στο forvo όμως.
  5. pidyo

    lapsus clavis

    Πληκτρολίσθημα θα ήταν η προφανής λύση, αλλά όποιος καταφέρει να το γράψει χωρίς πληκτρολίσθημα θα πρέπει να κερδίζει κάτι.
  6. pidyo

    πιγκάλ — αναζητείται η ετυμολογία τής λέξης

    Για μένα πάλι είναι αρσενικό και έχει ελληνοποιηθεί πλήρως, ακριβώς επειδή πρόκειται για μια φυσιολογική ελληνοποίηση από τα κάτω, απαραίτητη για το κοινό γλωσσικό αισθητήριο: προφανώς έγινε αρσενικό ώστε να αποκτήσει πληθυντικό, κατά το καμπινές. Τι θα πούμε στον πληθυντικό, τα μπιντέ;
  7. pidyo

    Νεολογισμοί (Neologisms)

    Υπαινίσσεσαι ότι το Γιούγκο πήγαινε σφαίρα;
  8. pidyo

    Νεολογισμοί (Neologisms)

    Ενδιαφέρον άρθρο (τώρα το διάβασα). Μεταξύ άλλων, ένας ακόμη νεολογισμός, με πολλά γκουγκλίσματα στα αγγλικά και στα γαλλικά, η Γιουγκόσφαιρα (Yougosphère / Yougosphere), που παραπέμπει στη διάθεση οικονομικών, πολιτικών και, κυρίως, πολιτιστικών ανταλλαγών και γενικότερης επαναπροσέγγισης των...
  9. pidyo

    πιγκάλ — αναζητείται η ετυμολογία τής λέξης

    Ενδιαφέρων όρος, με την έννοια ότι δεν φαίνεται να υπάρχει σε καμιά από τις γλώσσες από τις οποίες συνήθως δανειζόμαστε τέτοια ορολογία (γαλλικά, ιταλικά), ούτε σε άλλες γλώσσες με τις οποίες έχουμε πάρε δώσε (αγγλικά, γερμανικά). Συμφωνώ κι εγώ ότι μοιάζει πολύ πρόσφατος. Σ' αυτό συνηγορεί...
  10. pidyo

    softball = σόφτμπολ (ΟΧΙ μαλακόσφαιρα)

    Θα έλεγα κάτι για άλλα πράγματα που χρηματοδοτεί το ελληνικό κράτος (π.χ. λουφαδόρους πατριδοκάπηλους σε γραφεία των Βρυξελλών), αλλά ας συγκρατηθώ.
  11. pidyo

    financialization = χρηματιστικοποίηση

    Δεκτό. Θα προτιμούσα άλλον όρο, αλλά δεν βρίσκω.
  12. pidyo

    financialization = χρηματιστικοποίηση

    Το πρόβλημά μου με τα παράγωγα του χρήματος (πέραν του ότι παραπέμπουν σε κάτι που δεν έχω...) είναι πως το χρήμα βρίσκεται ένα κλικ πίσω από την κατάσταση που βιώνουμε. Το χρήμα είναι πιο πραγματικό και συγκεκριμένο από τα λογής λογής παράγωγα, CDS και πάει λέγοντας που κυριαρχούν, ως...
  13. pidyo

    financialization = χρηματιστικοποίηση

    Ένας από τους όρους της μόδας στον δημόσιο λόγο περί οικονομικής κρίσης είναι η financialization, κυριολεκτικά η μετατροπή όλων των ανταλλασσόμενων αξιών σε χρηματοπιστωτικά εργαλεία, γενικότερα η απόλυτη κυριαρχία (στραγγαλισμός θα έλεγαν κάποιοι) του χρηματοπιστωτικού τομέα επί της υπόλοιπης...
  14. pidyo

    ντιβανοκασέλα = divan with storage, couch with storage

    Αυτά είναι μάλλον κρεβάτια με αποθηκευτικό χώρο, παρά μπαουλοντίβανα.
  15. pidyo

    ντιβανοκασέλα = divan with storage, couch with storage

    Εχμ, δεν ξέρω τις διαφορές της σύγχρονης ντιβανοκασέλας από το μπαουλοντίβανο. Εγώ εννοώ ξύλινο έπιπλο με αποθηκευτικό χώρο σε μέγεθος και διαστάσεις ντιβανιού. Μάλλον το divan-chest του Κοραή δηλαδή.
  16. pidyo

    dresser = (ΗΒ) μπουφές της κουζίνας | (ΗΠΑ) σιφονιέρα, κομό | διακοσμητής βιτρίνας | αμπιγιέρ, αμπιγιέζ

    (Έφτασα εδώ ψάχνοντας για ντιβανοκασέλες) Στα αρχαία πάντως, το έπιπλο αυτό θα λεγόταν μάλλον κυλικεῖον. Βλ. π.χ. εδώ, σελ. 54 και εικ. 16-17.
  17. pidyo

    ντιβανοκασέλα = divan with storage, couch with storage

    Σε κάποια λεξικά, η ντιβανοκασέλα αποδίδεται στα αγγλικά ως ottoman. Ottoman όμως δεν είναι ακριβώς αυτό, αλλά μάλλον ένα υποπόδιο το οποίο μπορεί να έχει και μικρό αποθηκευτικό χώρο. Έχει κανείς συναντήσει άλλον αγγλικό όρο που να βρίσκεται πιο κοντά στη ντιβανοκασέλα;
  18. pidyo

    ανοίκειος και defamiliarization = ανοικείωση, αποοικείωση

    Κι εγώ με τον Ρογήρο είμαι, ίσως μάλιστα θα κρατούσα την μπρεχτική αποστασιοποίηση για τον όρο. Δυσκολεύομαι να καταλάβω ποιες ακριβώς είναι οι διαφορές της defamiliarization από την αποστασιοποίηση. Εξάλλου, το λήμμα της wiki αναφέρει το επικό θέατρο (άσχημος όρος, κυκλοφορεί γενικώς; ) του...
Top