Τη λέξη την έχει ο Γεωργακάς:
ανάπαλση [anápalsi] η, gen αναπάλσεως, pl αναπάλσεις (L) ① rising, vibration (near-syn αναπαλμός): οι αναπάλσεις του στήθους | σου διαφεύγουν οι αναπάλσεις, οι μυριόστομες φωνές της σιγής που αναδίδονται από το κάθε σώμα; (Palaiologos) ② fig intensifying; ο Γυρισμός...