Τι να σου πω. Σε ένα λεξικό αρχαίων ελληνικών (Δορμπαράκη) βρίσκω:
πρόχειρος, ο προ των χειρών, εγγύς, έτοιμος, πρόχειρος, πρόσφορος, πρόθυμος, εύκολος, κοινός, συνήθης
Στην Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα βρίσκω:
προχειρότης, (αρχ.) 1. το να είνα κάτι πρόχειρο, εύκολο να χρησιμοποιηθεί...