Σε κουμπιούτερσπικ και/ή μεταξύ γκέιμερς το «γκλιτσάρω» χρησιμοποιείται ως προσαρμογή στα ελληνικά του αγγλ. glitch κι έχει και την κυριολεκτική σημασία (= κολλάω, παθαίνω κάτι και δεν λειτουργώ ή αποδίδω σωστά) και με την αντίστοιχη μεταφορική. Συνήθως απαντά σε γ' πρόσωπο (γκλιτσάρει...