αρχιτέκτονας [arçitéktonas], ο, θηλ. αρχιτέκτονας [arçitéktonas] (ΑΘαρχιτέκτονας) και <λαϊκ.> αρχιτεκτόνισσα [arçitektónisa] (ΜΗΛΝΕΓ)
γιατρός [jatrós], ο, θηλ. γιατρός [jatrós] (μόνο στη σημ. 1α) και <λαϊκ.> γιατρίνα [jatrína] (ΜΗΛΝΕΓ)
Άρα,
"Η Μάρω είναι η αρχιτέκτονάς μας" και "Η Μάρω είναι...