υποβρύχια (που βρυχόνται)...
Μπρρρ, μια κρυάδα ένιωσα από τη σημερινή επικεφαλίδα του Στάθη. (Συνήθως και γενικότερα το παθαίνω με τον Στάθη. Σαν να διαβάζω τον Γιανναρά της αριστεράς.) Είναι δύσκολα τα συνηρημένα, και το βρυχώμαι (βρυχιέμαι στη δημοτική) από τα πιο δύσκολα. Το ΛΝΕΓ δίνει βρυχώμαι, και στο τέλος του λήμματος, μετά από ένα «Επίσης» καταδέχεται να προσθέσει το βρυχιέμαι. Στο ΛΚΝ:
βρυχιέμαι [vri<x>éme] P10.1β & βρυχώμαι [vrixóme] P11 : 1. (για άγριο ζώο και ιδ. για λιοντάρι) βγάζω δυνατή κραυγή, μουγκρίζω: Όταν βρυχιέται το λιοντάρι τα άλλα ζώα σιωπούν. 2. (μτφ.) βγάζω ήχο όμοιο με μούγκρισμα άγριων θηρίων: Την ώρα που βρυχιούνται τα κανόνια. [αρχ. βρυχ(ῶμαι) μεταπλ. -ιέμαι· λόγ. < αρχ. βρυχῶμαι]
Και πού να πεις «βρυχιούνται τα κανόνια» (ή τα υποβρύχια)! Θέμα συνήθειας θα μου πείτε, τόσα και τόσα σε -ιούνται έχουμε συνηθίσει. Αλλά εδώ το βάζεις στον Γκούγκλη κι ακόμα κι αυτός σε ρωτάει: «Μήπως εννοείτε: "βρυχώνται τα κανόνια"». Ναι, χρυσέ μου.
Μπρρρ, μια κρυάδα ένιωσα από τη σημερινή επικεφαλίδα του Στάθη. (Συνήθως και γενικότερα το παθαίνω με τον Στάθη. Σαν να διαβάζω τον Γιανναρά της αριστεράς.) Είναι δύσκολα τα συνηρημένα, και το βρυχώμαι (βρυχιέμαι στη δημοτική) από τα πιο δύσκολα. Το ΛΝΕΓ δίνει βρυχώμαι, και στο τέλος του λήμματος, μετά από ένα «Επίσης» καταδέχεται να προσθέσει το βρυχιέμαι. Στο ΛΚΝ:
βρυχιέμαι [vri<x>éme] P10.1β & βρυχώμαι [vrixóme] P11 : 1. (για άγριο ζώο και ιδ. για λιοντάρι) βγάζω δυνατή κραυγή, μουγκρίζω: Όταν βρυχιέται το λιοντάρι τα άλλα ζώα σιωπούν. 2. (μτφ.) βγάζω ήχο όμοιο με μούγκρισμα άγριων θηρίων: Την ώρα που βρυχιούνται τα κανόνια. [αρχ. βρυχ(ῶμαι) μεταπλ. -ιέμαι· λόγ. < αρχ. βρυχῶμαι]
Και πού να πεις «βρυχιούνται τα κανόνια» (ή τα υποβρύχια)! Θέμα συνήθειας θα μου πείτε, τόσα και τόσα σε -ιούνται έχουμε συνηθίσει. Αλλά εδώ το βάζεις στον Γκούγκλη κι ακόμα κι αυτός σε ρωτάει: «Μήπως εννοείτε: "βρυχώνται τα κανόνια"». Ναι, χρυσέ μου.