Το ΛΚΝ δίνει:
τσατίζω [tsatízo] -ομαι & τσαντίζω [tsadízo] -ομαι P2.1 : (οικ.) εκνευρίζω κπ., τον κάνω να θυμώσει: Σώπα, μη με τσατίζεις άλλο! Πολύ τσαντισμένος είσαι σήμερα. [τουρκ. çat(ιş) `τσακώνομαι΄ -ίζω· ηχηροπ. του μεσοφ. [t > d]]
Κατά τον ίδιο τρόπο, δεν λέμε «ταβατούρι», αλλά «νταβαντούρι», «ντελάλης» κ.λπ.
Οι τύποι με -ντ- (τσαντίζομαι κ.τ.ό.) οφείλονται σε παρασύνδεση προς τις λ. τσάντα, τσαντίλα «σακούλι από αραιό ύφασμα». Η παρετυμολογία δεν απαιτεί κατ' ανάγκην συνωνυμία, αλλά απλή φωνητική ομοιότητα.
Ηρέμησε.Τσαντίζομαι.
ΟΚ. :)Ηρέμησε.
Note to self: να μην ανησυχώ, προς το παρόν μόνο μιλάω στον εαυτό μου. Όταν αρχίσω να του απαντάω κιόλας, θα αρχίσω τα πους απςΤσατίζομαι, τσατίζομαι, τσατίζομαι — ιδίως με την ηχηροποίηση t > d.
ΟΚ. :)
Φαντάζομαι αυτό υπήρξε η...Σταγών, Τρικκαίε, που σου ξεχείλισε το ποτήρι! Κι εγώ, του ίδιου έτους έχω αμάξι, και ανήκω ακριβώς στην ίδια περίπτωση. Πάλι καλά που τώρα το Νοέμβρη του 'ριξα και 3300 χιλιόμετρα, να φτουρήσει τουλάχιστον. Και έκοψαν την απόσυρση, και άφησαν το χαράτσι. Αλλά είπαμε, πράσινη ανάπτυξη...Κρης, γαλουχηθείς εν Κρήτη, ανατραφείς και ανδρωθείς εν Αθήναις, διαμένων εν Τρίκκη.
Σήμερα, για παράδειγμα, τσαντίστηκα πολύ όταν είδα τα τέλη κυκλοφορίας (352 €!!) για παλιό μεν (1991), καταλυτικό δε και σχετικώς ελάχιστα ρυπογόνο (εφεδρικό) αυτοκίνητο, που δεν ξεπερνάει τα 100 χλμ. κυκλοφορίας τον μήνα...
Επισημαίνοντας ότι μεγάλωσα στην Κρήτη (όπου η ανάμνηση της τουρκικής ήταν εντονότερη και ακριβέστερη), δηλώνω ότι τσατίζω έλεγα και λέγαμε. Ήταν έκπληξη για μένα όταν αργότερα βρέθηκα αντιμέτωπος με το «τσαντίζω», πέρασα μια φάση αυτοδιόρθωσης και κάποια στιγμή τσατίστηκα και το ξαναγύρισα στο «τ». Αυτά για την Κρήτη.